Αυτό που κάνει την τραγωδία να διαφέρει από την παγιωμένη κατάθλιψη είναι η προσδοκία της κάθαρσης. Αυτή η προσδοκία είναι σήμερα απούσα στη χώρα. Από τη στιγμή που η πρώτη αριστερή κυβέρνηση ενσωματώθηκε εν μιά νυκτί στο Μνημονιακό Τόξο ξεκίνησε η διαδικασία της παράδοσης της μεγάλης πλειοψηφίας, ακόμα και συντηρητικών πολιτών, στην ψυχολογία του εγκλωβισμού σε σκοτεινό λαβύρινθο αδιεξόδων. Το αποτέλεσμα είναι να ζούμε, πλέον, σε μια Ελλάδα χαμηλών προσδοκιών.
Ο ελληνικός παρασιτικός καπιταλισμός ηττήθηκε κατά κράτος μετά το 2008 χωρίς ποτέ η κατάρρευσή του να δημιουργήσει κάτι το νέο, το ελπιδοφόρο – έστω μια νέα δυναμική καπιταλιστικής συσσώρευσης για κάποια νέα τζάκια. Η πολιτική τάξη που εξέφραζε την ολιγαρχία της προσοδοφορίας στα χρόνια των παχιών (με δανεικά) αγελάδων, κυρίως η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ, διαχειρίστηκε όπως όπως την κατάρρευση, υπό τις υποδείξεις και εντολές της τρόικας. Το 2014 η απέλπιδα προσπάθειά της να δημιουργήσει νέα ερείσματα και ατμόσφαιρα ανάκαμψης (ποιος δεν θυμάται το Greekcovery των κ. Σαμαρά-Βενιζέλου;) δεν απέδωσε.
Καθ’ όλη εκείνη τη ζοφερή περίοδο, 2010-2014, όταν η Ελλάδα καταβαραθρωνόταν, είχε σημασία η ύπαρξη μιας οργανωμένης Αριστεράς που επέμενε ότι, ναι, υπάρχει ορθολογική εναλλακτική στη συνθηκολόγηση με τη μνημονιακή διαδικασία. Ακόμα και συντηρητικοί πολίτες, που το χέρι τους «δεν πήγαινε» να ψηφίσουν αριστερό κόμμα, υποσυνείδητα ανακουφίζονταν με τη σκέψη ότι υπάρχει μια οπισθοφυλακή, όσο και να τη φοβούνταν ή την αντιπαθούσαν.
Ηταν «κάτι» εκείνη η ιδέα ότι, αν το Μνημονιακό Τόξο καταρρεύσει, υπάρχει μια κυβέρνηση εν αναμονή που θα δοκιμάσει κάτι διαφορετικό. Εκείνη η προοπτική στο πίσω μέρος του μυαλού κεντρώων, απολιτίκ, ακόμα και συντηρητικών πολιτών ότι τελικά ίσως να υπάρχει εναλλακτική, βοήθησε την κοινωνία να διατηρήσει την αισιοδοξία της στα δύσκολα χρόνια.
Το 2014, το Μνημονιακό Τόξο έμεινε από εφεδρείες στο εσωτερικό την ώρα που έχανε την εμπιστοσύνη του Βερολίνου. Αποτέλεσμα ήταν η δική μας εκλογή τον Γενάρη του 2015. Καθ’ όλο το πρώτο εξάμηνο της χρονιάς εκείνης μας πλησίαζαν στον δρόμο άνθρωποι από όλες τις κοινωνικές τάξεις να μας πουν: «Δεν σας ψήφισα, είμαι δεξιός, αλλά μας επιστρέψατε την ελπίδα, την αξιοπρέπεια. Ευχαριστούμε». Η αντίδρασή τους δεν γεννήθηκε από το πουθενά. Απλά, η αντίσταση στην τρόικα έφερε στην επιφάνεια την προϋπάρχουσα υποψία στο μυαλό πολιτών που, ώς τότε, τα είχαν βρει με το καθεστώς, πως η αντικαθεστωτική Αριστερά μπορεί τελικά να ήταν η απαραίτητη οπισθοφυλακή.
Μια κοινωνία που την καταρρακώνει και πάνω της ασχημονεί ένα ολιγαρχικό καθεστώς έχει απόλυτη ανάγκη από μια αντικαθεστωτική Αριστερά που κρατά ένα μικρό κεράκι ελπίδας αναμμένο στην ψυχή ακόμα και των συμβιβασμένων με το καθεστώς.
Οταν, λοιπόν, το καλοκαίρι του 2015 η κυβερνώσα Αριστερά εντάχθηκε, και μάλιστα τόσο εντυπωσιακά γρήγορα, στη λογική της ρευστοποίησης της περιουσίας του κράτους και των φτωχότερων που απαιτούσε η ένταξη στο Μνημονιακό Τόξο –στον κύκλο δηλαδή των «σοβαρών» και «υπεύθυνων» πολιτικών– η Ελλάδα έχασε κάτι ακόμα πιο πολύτιμο από μια εξαιρετική ευκαιρία απόδρασης από τη Χρεοδουλοπαροικία: τη δυνατότητα να γεννά μεγάλες, ακόμα και μεσαίες, προσδοκίες.
Σήμερα, τρία χρόνια μετά, η παγιοποίηση της τετραπλής πτώχευσης (κράτους-τραπεζών-οικογενειών-επιχειρήσεων) οδήγησε στη μονιμοποίηση μιας μίζερης πάλης δύο τάξεων.
Από τη μία μεριά έχουμε ό,τι έμεινε από την παρασιτική, παρεοκρατική άρχουσα τάξη. Χτυπημένη κι αυτή από την κρίση και με προσόδους πολύ κατώτερες της προ του 2010 εποχής, η τάξη αυτή αποτελείται από κηφήνες που εξορύσσουν προσόδους από τις διαδικασίες ρευστοποίησης της κοινωνίας (π.χ. συμμετέχοντας σε εταιρείες που αγοράζουν κοψοτιμής «κόκκινα» δάνεια για να βγάλουν κατόπιν σπίτια και καταστήματα στο σφυρί, που συνεταιρίζονται με κερδοσκόπους οι οποίοι «χτυπούν» τα περιουσιακά μας στοιχεία που εκποιεί το ΤΑΙΠΕΔ) και, βέβαια, τις παραδοσιακές (αλλά πλέον λιγότερο επικερδείς, λόγω συρρικνωμένου προϋπολογισμού) σχέσεις με το Δημόσιο.
Απέναντι στους κηφήνες βρίσκεται ολόκληρη η υπόλοιπη κοινωνία η οποία διαιρείται σε τρεις κατηγορίες: Στους ακόμα κάπως βολεμένους (ΑΚΒ). Στους εγκλωβισμένους στον φόβο ότι θα χάσουν τα ελάχιστα που τους απομένουν. Και στους εξαγριωμένους.
Οι ΑΚΒ (οι «ακόμα κάπως βολεμένοι», συνήθως σαραντάρηδες και άνω) καταφέρνουν να αναπαράγουν μια επίφαση μεσοαστισμού μέσα από διαδικασίες προσοδοφορίας μικρού βεληνεκούς: ενοικίαση διαμερισμάτων μέσω Airbnb, έσοδα από τουριστικές επιχειρήσεις (σε μια περίοδο εκρηκτικής ανόδου των αφίξεων αλλά μείωσης της κατά κεφαλή δαπάνης), κάποιο μικρό μισθό από κάποιο πρόγραμμα χρηματοδοτούμενο μέσω ΕΣΠΑ κ.λπ.
Τα εισοδήματα αυτά έχουν αυξηθεί κάπως την τελευταία τριετία αλλά όχι αρκετά για να καλύπτονται νόμιμα οι αυξημένες φορο-εισφορές και να δημιουργούν την προοπτική που απαιτείται για την ελάχιστη αισιοδοξία για το μέλλον, ιδίως των παιδιών τους. Είναι όμως αρκετά για να αναπαράγονται, ταυτόχρονα, οι χαμηλές προσδοκίες και η μίζερη πραγματικότητα αυτής της κατηγορίας πολιτών.
Η δεύτερη κατηγορία αποτελείται από τη γενιά των 384 ευρώ (μισθός ακαθάριστος που εισπράττει το ένα τρίτο εργαζομένων) καθώς και οικογένειες που φυτοζωούν με βάναυσα κουτσουρεμένες συντάξεις και επιδόματα. Βομβαρδισμένοι με το αφήγημα του Μνημονιακού Τόξου (ιδίως τα τελευταία τρία χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων ενώθηκαν μαζί του οι φωνές του επίσημου ΣΥΡΙΖΑ), ότι ακόμα και αυτά τα ξεροκόμματα κινδυνεύουν αν υπάρξει νέα ανυπακοή προς τους δανειστές, παγώνουν, εγκλωβίζονται στις Συμπληγάδες της εξαθλίωσης και του φόβου, τον οποίο σιγοντάρει η θλιβερή προσδοκία ενός φιλοδωρήματος τον Δεκέμβρη από τα ματωμένα πλεονάσματα του υπουργείου Οικονομικών.
Οι εξαγριωμένοι αποτελούν την τρίτη κατηγορία. Ο θυμός τους διοχετεύεται διαφορετικά στον καθένα: αποτροπιασμός στον κοινοβουλευτισμό, ροπή προς τον ξενοφοβικό εθνικισμό, συνειδητά επιλεγμένη μοναξιά, ιδιώτευση κ.ο.κ. Πάνω απ’ όλα, ο θυμός τους, ό,τι μορφή και να παίρνει, συνεργεί αρμονικά με την έλλειψη προοπτικής, την απαισιοδοξία, την κατήφεια.
Κάπως έτσι καταλήξαμε με την Ελλάδα διαιρεμένη σε κοινωνικές τάξεις που τις ενώνουν οι χαμηλές προσδοκίες οι οποίες, με τη σειρά τους, αναπαράγουν τη διαδικασία ερημοποίησης – με τους νέους και τους δημιουργικούς, απλά, να μεταναστεύουν.
Οποιος έχει διαβάσει το «1984» του Τζορτζ Οργουελ θα θυμάται το θλιβερό τέλος εκείνης της ιστορίας αντίστασης στον Μεγάλο Αδελφό – θα θυμάται πως η ελπίδα πέθανε στην τελευταία σελίδα του βιβλίου όταν ο αντιστασιακός πρωταγωνιστής ανακάλυψε ότι, τελικά, αγαπούσε τον Μεγάλο Αδελφό. Επειδή όμως στην πραγματική ζωή, ευτυχώς, δεν υπάρχει τελευταία σελίδα, κάποιοι εξ ημών ιδρύσαμε το ΜέΡΑ25 για να εμφυσήσουμε στους πολίτες ξανά Μεγάλες Προσδοκίες και για να τους πούμε ότι η αντίσταση στον Μεγάλο Αδελφό είναι εδώ, είναι ανένδοτη κι είναι πανευρωπαϊκή.
*γραμματέας του ΜέΡΑ25
http://www.efsyn.gr/arthro/hora-hamilon-prosdokion