Την περασμένη εβδομάδα οι τίτλοι και τα πρωτοσέλιδα των ΜΜΕ «γιόρτασαν το τέλος της οικονομικής διάσωσης της Ελλάδας, ακόμη και τη λήξη της λιτότητας, ενώ παρουσίασαν την οκταετή παρέμβαση της Ευρώπης στην Ελλάδα ως πρότυπο συνετής ευρωπαϊκής αλληλεγγύης στο “μαύρο πρόβατό” της, μια περίπτωση “αυστηρής αγάπης” που φέρεται να λειτούργησε. Όμως μία πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει μία διαφορετική πραγματικότητα. Την ίδια εβδομάδα που η κατεστραμμένη Ελλάδα εισήλθε σε άλλα 42 χρόνια σκληρής λιτότητας και βαθύτερης Χρεοδουλοπαροικίας (2018-2060), τα ΜΜΕ και η τρόικα εσ-εξ παρουσιάζουν ως γεγονός το “τέλος της λιτότητας” και την επανακτημένη οικονομική “ανεξαρτησία της Ελλάδας”;
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Πως ορίζεται μια οικονομική διάσωση (bailout) και γιατί η εκδοχή της Ελλάδας είναι εξαίρεση στον κανόνα και δεν τελειώνει ποτέ1;. Μετά την πανωλεθρία του τραπεζικού τομέα του 2008, σχεδόν κάθε κυβέρνηση προχώρησε σε οικονομική διάσωση των τραπεζών. Στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ, οι κυβερνήσεις έδωσαν το πράσινο φως στην Τράπεζα της Αγγλίας και την Ομοσπονδιακή Τράπεζα, αντίστοιχα, για να εκτυπώσουν βουνά δημόσιου χρήματος προκειμένου να σώσουν τις τράπεζες από το ναυάγιο. Επιπλέον, οι κυβερνήσεις του ΗΒ και των ΗΠΑ δανείστηκαν μεγάλα ποσά για να βοηθήσουν περαιτέρω τις τράπεζες που βρίσκονταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, ενώ οι κεντρικές τράπεζές τους χρηματοδότησαν μεγάλο μέρος αυτών των χρεών.
Στην ευρωπαϊκή ήπειρο, όμως, την ίδια εποχή ξεδιπλωνόταν ένα πολύ χειρότερο δράμα λόγω της περίεργης απόφασης της ΕΕ, το 1992, να δημιουργήσει νομισματική ένωση με μία Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που δεν έχει ένα κράτος να τη στηρίζει πολιτικά και 19 κυβερνήσεις που είναι υπεύθυνες για τη διάσωση των τραπεζών τους σε περιόδους χρηματοοικονομικής κατάρρευσης, αλλά χωρίς μια κεντρική τράπεζα για να τις βοηθήσει. Γιατί αυτή η περίεργα ανώμαλη ρύθμιση; Επειδή η γερμανική προϋπόθεση για να αφγήσει το γερμανικό μάρκο να “χαθεί” εντός του ευρώ ήταν η ρητή απαγόρευση οποιασδήποτε χρηματοδότησης από την κεντρική τράπεζα προς τράπεζες ή κυβερνήσεις – ιταλικές ή ελληνικές για παράδειγμα.
Οπότε όταν το 2009 οι γαλλικές και γερμανικές τράπεζες αποδείχθηκαν ακόμη πιο χρεοκοπημένες από αυτές της Wall Street ή του Σίτι, δεν υπήρχε κεντρική τράπεζα με νόμιμη εξουσία ή πολιτική υποστήριξη για να τις σώσει. Έτσι, το 2009, ακόμη και η καγκελάριος της Γερμανίας Μέρκελ πανικοβλήθηκε όταν της είπαν ότι η κυβέρνησή της έπρεπε να ρίξει, σε μία νύχτα, 406 δισ. ευρώ από χρήματα φορολογουμένων στις γερμανικές τράπεζες.
Δυστυχώς, δεν ήταν αρκετό. Λίγους μήνες αργότερα, οι σύμβουλοι της κ. Μέρκελ την ενημέρωσαν ότι, όπως οι γερμανικές τράπεζες, έτσι και το υπερχρεωμένο ελληνικό κράτος δεν μπορούσε να αναχρηματοδοτήσει το χρέος του. Αν είχε δημοσιοποιήσει την πτώχευσή του, η Ιταλία, η Ιρλανδία, η Ισπανία και η Πορτογαλία θα ακολουθούσαν, με αποτέλεσμα το Βερολίνο και το Παρίσι να αντιμετωπίσουν μια νέα οικονομική διάσωση των τραπεζών τους ύψους πάνω από 1 τρις ευρώ. Σε εκείνο το σημείο, αποφασίστηκε ότι δεν θα επιτρεπόταν στην ελληνική κυβέρνηση να πει την αλήθεια, δηλαδή να ομολογήσει την πτώχευσή της.
Για να διατηρήσει το ψέμα, η χρεοκοπημένη Αθήνα έλαβε, υπό το προπέτασμα καπνού της “αλληλεγγύης προς τους Έλληνες”, το μεγαλύτερο δάνειο στην ανθρώπινη ιστορία, το οποίο φυσικά προοριζόταν να μεταβιβαστεί αμέσως στις γερμανικές και γαλλικές τράπεζες. Παράλληλα, για να εξευμενιστούν οι εξαγριωμένοι Γερμανοί βουλευτές, αυτό το γιγαντιαίο δάνειο δόθηκε υπό την προϋπόθεση της βίαιης λιτότητας επί των ελληνικών πολιτών, θέτοντάς τους στην μόνιμη Μεγάλη Ύφεση».
“Αυτός ο εφιάλτης δεν τελείωσε την περασμένη εβδομάδα;” θα ρωτήσει κάποιος; Ούτε κατά διάνοια. Από τεχνική άποψη, τα ελληνικά προγράμματα διάσωσης είχαν δύο συνιστώσες. Η πρώτη προέβλεπε πως η ΕΕ και το ΔΝΤ παραχωρούν στην ελληνική κυβέρνηση μια χρηματοδοτική φόρμουλα με την οποία θα προσποιούνταν την αποπληρωμή των χρεών της. Η δεύτερη διάσταση ήταν σκληρή λιτότητα που λαμβάνει από το 2010 τη μορφή των παράλογα υψηλών φορολογικών συντελεστών και των άγριων περικοπών σε συντάξεις, μισθούς, δημόσια υγεία και εκπαίδευση. Την περασμένη εβδομάδα, το τρίτο πακέτο διάσωσης όντως έληξε, ακριβώς όπως το δεύτερο είχε τελειώσει το 2015 και το πρώτο το 2012. Όμως, παράλληλα, ξεκίνησε ένα τέταρτο τέτοιο πακέτο, το οποίο διαφέρει από τα τρία τελευταία σε δύο επουσιώδη σημεία: Αντί για νέα δάνεια, οι πληρωμές ύψους 96,6 δισ. ευρώ που έπρεπε να ξεκινήσουν το 2023 θα αναβληθούν για μετά το 2032, οπότε τα χρήματα θα πρέπει να πληρωθούν τοκιζόμενα επιπλέον των άλλων μεγάλων αποπληρωμών που έχουν ήδη προγραμματιστεί. Και, δεύτερον, αντί να το ονομάσουν ένα τέταρτο σχέδιο διάσωσης, η ΕΕ το ονόμασε, θριαμβευτικά, το “τέλος της διάσωσης”.
Οι παράλογα υψηλοι συντελεστές ΦΠΑ και φόροι μικρών επιχειρήσεων θα συνεχιστούν φυσικά, όπως και οι νέες περικοπές των συντάξεων και οι νέες τιμωρητικές φορολογικές επιβαρύνσεις για τους φτωχότερους που έχουν προγραμματιστεί για το 2019. Η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύτηκε επίσης να διατηρήσει μακροπρόθεσμο στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος (3,5% έως το 2021 και 2,2% μεταξύ 2022-2060) που απαιτεί μόνιμη λιτότητα – ένας στόχος στον οποίο το ίδιο το ΔΝΤ δίνει λιγότερο από 6% πιθανότητες να επιτευχθεί ποτέ από οποιαδήποτε χώρα της ευρωζώνης.
Περιληπτικά, αφού έσωσαν τις γαλλικές και γερμανικές τράπεζες εις βάρος των φτωχότερων πολιτών της Ευρώπης, και μετά την μετατροπή της Ελλάδας σε φυλακή οφειλετών, σε Χρεοδουλοπαροικία, την περασμένη εβδομάδα οι πιστωτές της Ελλάδας αποφάσισαν να ανακηρύξουν την “νίκη” τους. Εφού έριξαν την Ελλάδα σε κώμα, το μονιμοποίησαν και το αναφέρουν, θριαμβευτικά, ως «σταθερότητα». Εσπρωξαν τον λαό μας στον γκρεμό και γιόρτασαν το γκελ που έκανε στον σκληρό βράχο της Μεγάλης Ύφεσής τους ως απόδειξη “ανάκαμψης”. Όπως θα έλεγε και ο Τάκιτος, έφτιαξαν μια έρημο και την ονόμασαν ειρήνη.