Ο Πολιτισμός στον Καιρό της Χρεοδουλοπαροικίας

 
Η παρασιτική ολιγαρχία δείχνει το ασχημότερο πρόσωπό της όταν ασχολείται με τον Πολιτισμό

 Την 16η Ιουλίου του 2020, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έφερε στη Βουλή νομοσχέδιο για την μετατροπή του ΑΚΡΟΠΟΛ σε κέντρο Τέχνης και Δημιουργίας. Μια προσεκτική ανάγνωσή του καταδεικνύει την χυδαιότητα με την οποία οι πολιτικοί εντεταλμένοι της παρασιτικής ολιγαρχίας αντιμετωπίζουν την Τέχνη, τους καλλιτέχνες και, εν γένει, τα πολιτιστικά αγαθά. [Απόσπασμα από την ομιλία του Γιάνη Βαρουφάκη στη Βουλή, 16η Ιουλίου 2020]

ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑ

Η Τέχνη απαιτεί χρήμα. Πάντοτε η Τέχνη απαιτούσε χρήμα. Αυτό που δεν αντέχει είναι την αγοραία αντίληψη για αυτήν.

Οι καλλιτέχνες, οι μουσικοί, οι άνθρωποι του θεάτρου και του κινηματογράφου, πρέπει να βοηθιούνται να ζουν από τη δουλειά τους χωρίς εξάρτηση είτε από κάποιον ολιγάρχη είτε από το κράτος: οι γλύπτες κι οι ζωγράφοι να μπορούν να πουλάνε τα έργα τους – οι θεατράνθρωποι κι οι παραγωγοί κινηματογράφου να πουλάνε ικανό αριθμό εισιτηρίων ώστε και να ζουν και να επενδύουν σε νέες παραστάσεις, σε νέες ταινίες – η σύγχρονη ελληνική πολιτιστική παραγωγή να αποκτήσει κοινό εκτός των συνόρων διατεθειμένο να πληρώσει για αυτήν, όπως της αξίζει.

  • Άλλο όμως να λέμε ότι η Τέχνη κοστίζει και πρέπει να έχει έσοδα και άλλο το να συγχέει κανείς, όπως συστηματικά κάνει η κυβέρνηση, την παραγωγή πολιτισμικών αγαθών με την αγοραία αντίληψη για αυτά

  • Άλλο το να χαιρόμαστε που η τιμή ενός έργου ήταν υψηλή και άλλο το να βλέπουμε την υψηλή τιμή ως μέτρο της ανεκτίμητης αξίας του.

Αυτή η σύγχυση είναι που διαποτίζει τα νομοσχέδια του Υπουργείου Πολιτισμού της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, καθιστώντας τα απειλή για τον Πολιτισμό.

Ο καλλιτέχνης χρειάζεται χρήματα για να ζει και να δημιουργεί. Όμως, καλλιτέχνης ο οποίος λειτουργεί ως μια μορφή επιχειρηματία, όπως απαιτεί η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη, αυτοαναιρείται.

Όπως ο μαθηματικός ή ο μουσικός, ο καλλιτέχνης πρέπει να υπερβεί τον εαυτό του, το εγώ του, για να μπορέσει να δημιουργήσει κάτι ανεκτίμητο. Πρέπει να μην μπορεί να μην κάνει αυτό που κάνει, όποιο κι αν είναι το κόστος. Αν λειτουργεί εργαλειακά (δηλαδή κάνει τέχνη για να πετύχει κάτι άλλο, είτε αυτό είναι η φήμη, είτε το κέρδος) παύει να είναι καλλιτέχνης. Για να παραμένει καλλιτέχνης πρέπει να σκέφτεται και να λειτουργεί ως ακριβώς το αντίθετο του επιχειρηματία, του entrepreneur, του καπιταλιστή, ο οποίος – είναι αλήθεια – εάν δεν κυνηγά το κέρδος θα πτωχεύσει και, έτσι, θα πάψει να είναι επιχειρηματίας. Ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι το αντίθετο του επιχειρηματία, το αντίθετο του κυνικού, τον οποίο ο Oscar Wilde τον όρισε ως εκείνον που γνωρίζει την τιμή του καθετί αλλά αγνοεί την αξία του ο,τιδήποτε.

ΤΟ ΓΛΥΚΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ

Με ενδιαφέρον παρατηρούμε την σταδιακή απομάκρυνση της συντηρητικής παράταξης από την ίδια της την ιδεολογία. Ακούμε εκπροσώπους της ΝΔ να ρωτούν σκωπτικά: «Και γιατί δεν μπορεί να θεωρηθεί τέχνη η ικανότητα μεγιστοποίησης του κέρδους του καλλιτέχνη μέσα από την τέχνη του;»

Κάποτε, σε παλιότερες εποχές, υπήρχαν άνθρωποι στη Νέα Δημοκρατία που γνώριζαν την αποστομωτική απάντηση του Αριστοτέλη γιατί το κυνήγι του χρήματος δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί ενάρετο (και άρα συμβατό με τις «καλές τέχνες»): Για τον Αριστοτέλη καμμία δραστηριότητα δεν είναι ενάρετη εάν δεν έχει τέλος. Και δίνει το παράδειγμα του να χτίσεις ένα πλοίο, μια βάρκα. Πρόκειται για δραστηριότητα με αρχή, μέση και τέλος. Επειδή ακριβώς έχει τέλος, αυτό το τέλος την καθιστά εν δυνάμει ενάρετη, ενώ το κυνήγι του κέρδους, μια διαδικασία χωρίς τέλος (καθώς πάντα μπορείς να βγάλεις άλλο ένα ευρώ ή δολάριο), ποτέ δεν μπορεί να καταστήσει ενάρετους (και συνεπώς ούτε θεράποντες της Τέχνης) εκείνους που κυνηγούν το χρήμα, συμπεριλαμβανομένων δήθεν καλλιτεχνών όπως ο Damien Hirst, ο οποίος βρίσκεται πιο κοντά στον Jeff Bezos της Amazon παρά στον κόσμο της Τέχνης και του Πολιτισμού.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 είχα γνωρίσει έναν μαθηματικό στο Cambridge ο οποίος εξειδικευόταν στη Θεωρία των Αριθμών (Number Theory). Όταν τον ρώτησα τι ακριβώς ήταν το αντικείμενο της έρευνας του μου απάντησε: «Κοίταξε, το βασικό χαρακτηριστικό των θεωρημάτων που αναπτύσσω είναι ότι δεν έχουν καμμία απολύτως πρακτική αξία». Κι όμως. Αυτή η βασική έρευνα, στις πιο νεφελώδεις γωνιές των αγνών μαθηματικών, αν και οι πρωτεργάτες τους που την θεράπευαν το έκαναν χωρίς καμία βλέψη σε πρακτικές εφαρμογές, απέδωσε μαθηματικές λύσεις χωρίς τις οποίες, σήμερα, τα κινητά μας τηλέφωνα, το Διαδίκτυο, όλα αυτά τα εργαλεία που διατιμώνται προς τρισεκατομμύρια δολάρια, απλά δεν θα λειτουργούσαν.

Κι εδώ έγκειται το Γλυκό Παράδοξο: Αν ο μαθηματικός στον οποίο αναφέρθηκα ήταν υποχρεωμένος, από το πανεπιστήμιο, το υπουργείο ή έναν εργοδότη, αντί να ακολουθεί την περιέργεια του, να ψάχνει να βρει άμεσα εφαρμόσιμες μαθηματικές λύσεις μεγάλης αγοραίας αξίας, ένα είναι σίγουρο: Ότι δεν θα έβρισκε τις λύσεις που σήμερα έχουν τέτοια τεράστια εμπορική αξία!

Το ίδιο ισχύει στην Τέχνη. Η εμπορική αξία που μπορεί να αποκτήσει ένα έργο, όπως κι ένα μαθηματικό θεώρημα, είναι σαν ένα υποπροϊόν – κάτι σαν την ευτυχία που την επιτυγχάνεις μόνο αν δεν προσπαθείς να είσαι ευτυχισμένος. (Καθώς αν πασχίζεις να είσαι ευτυχισμένος, η δυστυχία είναι εξασφαλισμένη.) Αν κάποιοι είχαν πείσει τον Van Gogh να ζωγραφίζει όχι ακολουθώντας την μανία του αλλά με σκοπό να βγάλει χρήματα, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι τα έργα του θα κατέληγαν να μοσχοπουλιούνται μετά θάνατον. Αν σήμερα αποτιμώνται με αμύθητα ποσά αυτό οφείλεται στο ότι στόχος του δεν ήταν η μεγιστοποίηση της τιμής τους.

Αυτά τα απλά περί «Τέχνης ως Αυτοσκοπός» κάποτε τα καταλάβαιναν οι πραγματικά φιλελεύθεροι άνθρωποι, ακόμα και πολλοί συντηρητικοί. Όμως, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει ενστερνιστεί έναν ακραίο ψευδο-νεοφιλελευθερισμό που τους ωθεί να ξεστρατίσουν ακόμα και από την δική τους παράδοση του οικονομικού φιλελευθερισμού, π.χ. την παράδοση του Άνταμ Σμιθ.

Για τον Άνταμ Σμιθ η Αγορά, είτε είναι η αγορά πορτοκαλιών είτε έργων τέχνης, είναι ένα καλό και χρήσιμο εργαλείο. Αυτό σημαίνει ότι, όπως ένα σφυρί ή ένα βιομηχανικό ρομπότ, η Αγορά είναι χρήσιμη εργαλειακά – ως μέσο, ως εργαλείο, για την επίτευξη άλλων κοινωνικών στόχων, ανεξάρτητων από την Αγορά. Για την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας όμως, που έχει διαποτιστεί από τον νεοφιλελεύθερο Φονταμενταλισμό της Αγοράς, η Αγορά είναι αυτοσκοπός, όχι απλά ένα εργαλείο για την επίτευξη κάποιου άλλου ενάρετου σκοπού.

Ως αποτέλεσμα, η Υπουργός Πολιτισμού, και οι συγγραφείς των νομοσχεδίων του υπουργείου της, αδυνατούν να συλλάβουν την ομορφιά του πιο πάνω Γλυκού Παράδοξου:

  • Καλλιτέχνες που δημιουργούν ανεκτίμητες αξίες καταφέρνουν (πολλές φορές μετά θάνατον!) να πωλούν τα έργα τους σε υψηλότατες τιμές

  • Aν, όμως, στόχος τους κατά τη διάρκεια της δημιουργίας είναι οι υψηλότατες τιμές (είτε είναι στη μουσική, είτε στο θέατρο, είτε στα εικαστικά, είτε ακόμα και στα μαθηματικά) δεν θα καταφέρουν να δημιουργήσουν ανεκτίμητες αξίες

  • Ο μόνος τρόπος να δημιουργηθούν ανεκτίμητες αξίες είναι μέσω της απελευθέρωσης των δημιουργών από την αγωνία της πώλησης

  • Μόνο δημιουργώντας χωρίς την αγωνία της πώλησης μπορούν να δημιουργήσουν τις αξίες που, κάποια στιγμή, μπορεί και να φέρουν υψηλές τιμές.

Όταν το κράτος, ο διευθυντής του πολιτιστικού κέντρου ή ο γκαλερίστας που τον χρηματοδοτεί λένε στον καλλιτέχνη «κάνε ό,τι κάνεις σκεπτόμενος το πως το έργο σου θα μοσχοπουληθεί», είναι σαν του λες «έσω αυθόρμητος». Είναι μια προσταγή που αυτό-υπονομεύεται την ώρα που ξεστομίζεται! Όσο αδύνατον είναι κάποιος να προσπαθήσει να είναι αυθόρμητος, το ίδιο αδύνατον είναι να κυνηγήσει το χρήμα ως πραγματικός καλλιτέχνης.

ΜέΡΑ25: ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΣ

Η κοινωνία πρέπει, λοιπόν, αν εκτιμούμε συλλογικά την Τέχνη, να απελευθερώνει τους δημιουργούς από την αγορά, όχι να τους επιβάλει την αγοραία λογική. Ο Tζον Kένεντι είχε πει κάποτε: «Αν θέλουμε η Τέχνη να θρέψει τις ρίζες του Πολιτισμού, η κοινωνία πρέπει να απελευθερώσει τους καλλιτέχνες ώστε να ακολουθήσουν το όραμά τους εκεί που τους ωθεί». Το αντίθετο δηλαδή από εκείνο που κάνει το νομοσχέδιο της κυβέρνησης.

Που πρέπει να αρχίσουμε; Ο Picasso έλεγε ότι, καθώς όλα τα παιδιά γεννιούνται καλλιτέχνες, το ζήτημα είναι πώς θα τους κρατήσουμε καλλιτέχνες όταν μεγαλώσουν. Πρέπει, λοιπόν, να ξεκινήσουμε από νωρίς. Από το σχολείο. Είδαμε, όμως, την χυδαιότητα με την οποία το Υπουργείο Παιδείας αντιμετώπισε τα καλλιτεχνικά μαθήματα, καταργώντας τα επί της ουσίας.

Εμείς στο ΜέΡΑ25:

  • Προτείνουμε καλλιτεχνικά μουσικά γυμνάσια και λύκεια σε κάθε γειτονιά, για κάθε παιδί, ακόμα και για αυτά που δεν θέλουν να γίνουν καλλιτέχνες

  • Προτείνουμε δημόσιους πόρους για καλλιτέχνες και δημιουργούς μέσα από συναγωνιστικές διαδικασίες όπου θα κρίνονται από κριτικές επιτροπές αποτελούμενες από δημιουργούς

  • Προκρίνουμε τη διεθνοποίηση της ελληνικής πολιτιστικής παραγωγής. Αλλά ποιά διεθνοποίηση; Παραδείγματος χάριν, έχουμε αυτό το κόσμημα που έφτιαξε η Άννα Καφέτση στη Συγγρού, στο Φιξ, το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, το οποίο κάθεται και αραχνιάζει τόσα χρόνια από όλες τις μνημονιακές κυβερνήσεις. Αυτό θα έπρεπε να είναι πόλος έλξης ξένων καλλιτεχνών στην Ελλάδα κι η πηγή από την οποία η ελληνική σύγχρονη δημιουργία θα βγαίνει στο εξωτερικό μέσα από συμφωνίες μεταξύ του ΕΜΣΤ και ανά τον κόσμο σημαντικών μουσείων τέχνης. Όχι αυτό που γίνεται σήμερα, όπου συγκεκριμένοι ολιγάρχες έρχονται, επιλέγουν δυο, τρεις ντόπιους καλλιτέχνες, τους αναμειγνύουν με εισαγόμενα έργα μεγάλης εμπορικής αξίας και, λόγω και της πτώχευσης του ελληνικού Δημοσίου, ηγεμονεύουν με νοοτροπία αποικιοκράτη επί της πολιτιστικής σκηνής.

Επιστρέφοντας στα νομοθετήματα του Υπουργείου Πολιτισμού, είναι συγκλονιστική η πλήρης απουσία από τα άρθρα τους του καλλιτέχνη-ως-δημιουργού. Όταν εμφανίζεται ο δημιουργός σε κάποιο από τα άρθρα εμφανίζεται ως μιας τρίτης κατηγορίας επιχειρηματίας. Το αυταπόδεικτο γεγονός ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να βγάλει χρήματα για τα προς το ζην και για να επενδύει στο έργο του δεν δικαιολογεί την αδυναμία του Υπουργείου Πολιτισμού να συλλάβει τον σημαντικό δυισμό που βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτιστικής παραγωγής. Ποιον δυισμό;

  • Από τη μία μεριά, ένας σοβαρός δημιουργός δημιουργεί ανεκτίμητη αξία που δεν μπορεί να ποσοτικοποιηθεί χωρίς να χαθεί

  • Από την άλλη, ο καλλιτέχνης είναι εργαζόμενος που έχει ανάγκη να ζήσει, έχει δηλαδή ανάγκη ποσοτικοποιημένης αξίας πρώτης ύλης, είδη πρώτης ανάγκης

Αυτός ο δυϊσμός, ο συνδυασμός…

(α) της ανεκτίμητης αξίας που παράγει ο δημιουργός, και

(β) των διατιμημένων αναγκών του,

…δεν είναι κάποιο παράδοξο προς «επίλυση». Είναι η άγρια ομορφιά της καλλιτεχνικής ύπαρξης. Η ομορφιά που η λογική της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας προσπαθεί να συνθλίψει επιμένοντας να μετρηθούν, να ποσοτικοποιηθούν, να εμπορευματοποιηθούν, ουσιαστικά να μετατραπούν σε τιμές, οι ανεκτίμητες αξίες που παράγει ο καλλιτέχνης.

Η ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ «ΚΟΙΝΟΥ» ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ

Ο Μαρξ είχε γράψει κάποτε ότι «Η Τέχνη, πάντα και παντού, είναι η κρυφή εξομολόγηση και, την ίδια στιγμή, η κρυφή κίνηση της εποχής της». Ποια είναι η (όχι και τόσο) κρυφή «κίνηση» των νομοσχεδίων της Νέας Δημοκρατίας; Είναι η  παράδοση της παραγωγής πολιτιστικών αγαθών της χώρας μας στην λογική της μισανθρωπικής, αγοραίας ανταποδοτικότητας. Αυτό αποπνέουν.

Ας πάρουμε ως παράδειγμα κάτι σωστό που αναφέρει ως στόχο του το τελευταίο νομοσχέδιο της κυβέρνησης: Μιλάει για τη σημασία δημιουργίας ενός Κοινού το οποίο θα είναι ευαισθητοποιημένο απέναντι στον πολιτισμό, στα πολιτιστικά αγαθά, στην Τέχνη. Σωστά. Είναι πολύ σημαντικό. Όμως, συνεχίζει ο Μαρξ, «όπως κάθε προϊόν, έτσι και το αντικείμενο της Τέχνης δημιουργεί ένα Κοινό το οποίο ευαισθητοποιείται στην Τέχνη και χαίρεται την ομορφιά της. Η πολιτιστική παραγωγή, συνεπώς, όχι μόνο παράγει αντικείμενα για τα υποκείμενα, αλλά και υποκείμενα για τα αντικείμενα».

Ας δούμε τί είδους «υποκείμενα», τί είδους «κοινό», θέλει να δημιουργήσει το κυβερνητικό νομοσχέδιο: Ωθώντας τους καλλιτέχνες προς τη λογική της αγοράς, θα δημιουργήσει ένα Κοινό ανίκανο να εκτιμήσει έργα τέχνης για ο,τιδήποτε υπερβαίνει την ανταλλακτική τους αξία. Μόνο ωθώντας τους καλλιτέχνες να μην τους καίγεται καρφάκι για την τιμή του έργου τους θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε ένα Κοινό που μπορεί να δει την τέχνη ως κάτι ανεκτίμητο – και τελικά να είναι έτοιμο να πληρώσει όσα-όσα για αυτήν. [Εδώ επανέρχεται το προαναφερθέν Γλυκό Παράδοξο.]

ΓΙΑΤΙ Η ΤΕΧΝΗ ΤΡΟΜΑΖΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΙΤΙΚΗ ΟΛΙΓΑΡΧΙΑ

Στην πραγματικότητα, το κατεστημένο μας, η παρασιτική ολιγαρχία που εκφράζει η κυβέρνηση και γενικότερα στο μνημονιακό τόξο, δεν θέλουν Κοινό που να μπορεί να εκτιμά την Τέχνη για την Τέχνη. Ο Αντόρνο είχε περιγράψει τον συγκεντρωμένο ακροατή της μουσικής ως κάποιον που εκείνη τη στιγμή χάνεται μέσα της και που -είτε είναι ταξιτζής, είτε βιομηχανικός εργάτης, είτε καθηγητής πανεπιστημίου- λειτουργεί ως συμμέτοχος στη διαδικασία της μουσικής παραγωγής.

Αυτή η ιδέα του συγκεντρωμένου, του συνεπούς, ακροατή της μουσικής, του αφοσιωμένου στην Τέχνη Κοινού, τρομάζει τους κατέχοντες την εξουσία αυτής της χώρας. Κι έχουν δίκιο να τους τρομάζει! Ένα τέτοιο Κοινό, ένα Κοινό που δεν καταναλώνει αλλά βιώνει την Τέχνη, ζει την Τέχνη, δεν είναι εύκολα χειραγωγήσιμο. Είναι ένα Κοινό έτοιμο να αντισταθεί στην καθεστηκυία τάξη, έτοιμο να αντισταθεί στη μίζερη, κιτς, παρασιτική ολιγαρχία, ιδίως αυτής της χώρας.

Το ίδιο ισχύει και για την Μόρφωση, την Υγεία και όλα τα δημόσια αγαθά. Διαβάζοντας τα νομοσχέδια του Υπουργείου Παιδείας ή του Υπουργείου Υγείας, διακρίνουμε το ίδιο μοτίβο: Τέχνη, Μόρφωση και Υγεία κρίνονται ως προς αξίες που ντε και καλά πρέπει να μετρηθούν, να ποσοτικοποιηθούν μέσω αυτού που ο Μάρξ όρισε ως την «αποξενωμένη, αφηρημένη δύναμη της ανθρωπότητας»: Το χρήμα!

ΤΟ ΑΓΟΡΑΙΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΙΣΑΝΘΡΩΠΙΚΗΣ ΑΝΤΑΠΟΔΟΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη, έχει ξεστρατίσει εδώ και καιρό πολύ από το δρόμο του φιλελεύθερου συντηρητισμού. Χάθηκε στη ζούγκλα της εξίσωσης του εργαλείου της κοινωνίας με την ίδια την κοινωνία. Τα πάντα τίθενται υπό το αγοραίο πρίσμα της στυγνής ανταποδοτικότητας. Πρόκειται για γενικότερη αντιμετώπιση. Σκέπτονται την αποτελεσματικότητα ενός νοσοκομείου από το πόσα κέρδη είχε ή εν δυνάμει θα μπορούσε να έχει. Ενός σχολειού από το τι δίδακτρα χρεώνει ή τι δίδακτρα εν δυνάμει θα μπορούσε να χρεώσει. Κοιτάζουν ένα πίνακα και σκέφτονται την τιμή του. Ακούν πρόταση για μια παράσταση και αναλογίζονται τις εν δυνάμει εισπράξεις ή το ποσό που θα έδινε ένας ολιγάρχης για να μισθώσει την έκθεση, τον χώρο, το Μουσείο.

Με άλλα λόγια, ο,τιδήποτε δεν διατιμάται, δεν είναι αξία άξια λόγου στα νομοσχέδιά τους. Το ΜέΡΑ25 τους απαντάμε ότι δεν είναι εκείνοι οι ρεαλιστές και εμείς οι αιθεροβάμονες. Είμαστε και περισσότερο ρεαλιστές από αυτούς και πιο κοντά στην πολιτιστική παραγωγική διαδικασία. Εμείς θέλουμε και χρήματα να κερδίζουν οι καλλιτέχνες, και πόροι να παράγονται μέσα από την καλλιτεχνική κοινότητα, και πωλήσεις έργων τέχνης σε υψηλές τιμές, και πωλήσεις εισιτηρίων ικανές να συντηρήσουν μια θεατρική παράσταση, ένα κινηματογραφικό έργο. Όμως, αυτά τα θέλουμε ως υποπροϊόντα, όχι ως σκοπό. Μόνο έτσι παράγονται τόσο ανεκτίμητες πολιτιστικές αξίες όσο και υψηλά εισοδήματα για τους δημιουργούς.

Για το ΜέΡΑ25 η Τέχνη, η Μόρφωση κι η Υγεία, για να θεραπεύονται σωστά και αποτελεσματικά, πρέπει να είναι αυτοσκοπός – όχι εργαλεία με τα οποία θα πετύχουμε κάτι άλλο.

Ο μισανθρωπισμός της ανταποδοτικότητας είναι, λοιπόν, εκείνο που μας διαχωρίζει από το σύγχρονο ελληνικό κατεστημένο. Κάποτε, η συντηρητική παράταξη εκπορευόταν από μία ολιγαρχία που είχε εργοστάσια τα οποία παρήγαγαν πράγματα – με τα προβλήματά τους, με τρομοκρατία των συνδικαλιστών από το παρακράτος, με τις διαπλοκές τους, με τις αναποτελεσματικότητές τους. Ήταν, όμως, μια αστική τάξη που ένιωθε περήφανη για τα προϊόντα που έβγαιναν από τον ιμάντα παραγωγής των εργοστασίων τους: το χάλυβα, τα πλυντήρια, τις κλωστές και τα υφάσματα, τα καράβια, «πράγματα» απτά και απαραίτητα στον γενικότερο πολιτισμό της ανθρωπότητας, ανεξάρτητα από το πολιτικό και οικονομικό σύστημα. Εκείνη η πάλαι ποτέ αστική τάξη, και οι συντηρητικοί της πολιτικοί εκπρόσωποι, ήταν σε καλύτερη θέση να κατανοήσουν αυτά που σήμερα το ΜέΡΑ25 λέει για την πολιτιστική παραγωγή – ήταν, άλλωστε, μια αστική τάξη που δεν περηφανευόταν μόνο που παρήγαγε χάλυβα και πλυντήρια αλλά και που είχε κι έναν Χατζιδάκη στο Τρίτο Πρόγραμμα.

ΣΥΓΚΡΙΣΗ: Η ΠΑΛΑΙ ΠΟΤΕ ΑΣΤΙΚΗ ΤΑΞΗ & Η ΠΑΡΑΣΙΤΙΚΗ ΟΛΙΓΑΡΧΙΑ

Σήμερα τι, ακριβώς, παράγει η παρασιτική ολιγαρχία, που εκπροσωπεί η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη; Τοξικά πακέτα «κόκκινων» δανείων που τα αγοράζουν και τα πουλάνε σε κάλπικες δευτερογενείς αγορές μέσω ταμείων που ιδρύουν με μοναδικό στόχο να αποσπάσουν δημόσιο χρήμα που φορτώνουν ως νέο χρέος στους ώμους ενός λαού – τον οποίον, στα σαλόνια τους, λοιδωρούν ως ανεπρόκοπο και αντι-παραγωγικό.

Αυτή είναι η ολιγαρχία που βρίσκεται σήμερα πίσω από τα νομοσχέδια για την Τέχνη, την Παιδεία, την Υγεία τα οποία, τελικά, γράφονται για να παραδώσουν αυτούς τα ανεκτίμητα δημόσια αγαθά βορά στους επιτήδειους, κυρίως μέσω των προσφιλών τους ΣΔΙΤ («συμπράξεις» δημοσίου & ιδιωτικού τομέα).

Είτε εμπορεύονται «κόκκινα» δάνεια, είτε πουλάνε αμύθητο φυσικό πλούτο σε ξένους ολιγάρχες (π.χ. τον Ερημίτη στην Κέρκυρα), είτε καταθέτουν νομοσχέδια για τον Πολιτισμό, όπου και να κοιτάξουμε, βλέπουμε την κιτς αισθητική που αποπνέει η δουλικότητα και η ταύτιση με την σύγχρονη, παρασιτική ολιγαρχία της Χρεοδουλοπαροικίας μας.

Δεν υπάρχει καλόπιστος πολίτης που δεν την διακρίνει:

  • Τι σχέση έχει ο «μεγάλος περίπατος» του κ. Μπακογιάννη με τις εξαίσιες πεζοδρομήσεις ενός Στέφανου Μάνου ή ενός Κώστα Λαλιώτη;

  • Τί σχέση έχει η «Καθημερινή» της Ελένης Βλάχου και το Τρίτο Πρόγραμμα του Μάνου Χατζιδάκη με την «Καθημερινή» του κ. Αλαφούζου ή τα κανάλια της συμφοράς;

“ΕΞΕΥΓΕΝΙΣΜΟΣ” ΚΑΙ ΤΟ ΑΥΓΟ ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ

Το χειρότερο με την κιτς, παρασιτική ολιγαρχία είναι ότι δεν είναι μόνο αντιαισθητική και χυδαία, αλλά και ότι ρέπει στον αυταρχισμό. Διαβάζουμε στο τελευταίο νομοσχέδιο του Υπουργείου Πολιτισμού αναφορές στην ανάγκη για «εξευγενισμό» (gentrification) της περιοχής γύρω από το ΑΚΡΟΠΟΛ, στην Οδό Πατησίων. Το ΜέΡΑ25 υποστηρίζει διακαώς την αναβάθμιση της περιοχής, της κάθε περιοχής της πρωτεύουσας και άλλων πόλεων που έχουν δει καλύτερες μέρες. Θέλουμε οι υποβαθμισμένες από την μνημονιακή καταστροφή περιοχές να γίνουν ασφαλέστερες, ομορφότερες για  τους κατοίκους, για τους επισκέπτες, για τους τουρίστες, για όλους. Πώς θα γίνει όμως αυτό;

Το κυβερνητικό νομοσχέδιο απαντά: Μέσω της ίδρυσης πωλητηρίου και εστιατορίου στο ΑΚΡΟΠΟΛ. Προφανώς, τα σχέδιά τους περιέχουν κι άλλες διαστάσεις που δεν αναφέρουν. Φαντασιώνονται ότι το άνοιγμα του ΑΚΡΟΠΟΛ, και μαζί με το πωλητήριο και το εστιατόριό του, θα αυξήσει τα νοίκια και τις αξίες πώλησης των διαμερισμάτων της περιοχής, ότι αυτό θα διώξει (με την συνδρομή βέβαια του AirBnB) τους «βρώμικους» γείτονες. Έτσι οραματίζονται τον ερχομό της αναβάθμισης.

Εμείς, το ΜέΡΑ25, την αναβάθμιση της περιοχής την εννοούμε αλλιώς:

  • Θα δημιουργήσουμε καλλιτεχνικά και μουσικά γυμνάσια σε κάθε υποβαθμισμένη γειτονιά

  • Θα εισάγουμε σοβαρά καλλιτεχνικά μαθήματα σε κάθε σχολείο

  • Θα δώσουμε ανάσες στις οικογένειες της περιοχής και στοργή στους μη καθημαγμένους κατοίκους

  • Θα δημιουργήσουμε λαϊκό θέατρο και εργαστήρι κοινωνικών μέσων και κινηματογράφου για τους κατοίκους της περιοχής δίπλα και μέσα στα διάφορα ΑΚΡΟΠΟΛ

  • Θα δώσουμε τη δυνατότητα στις οικογένειες που ζουν εκεί να πάνε, οι ίδιοι και τα παιδιά τους, σε μια ενισχυμένη και αναβαθμισμένη Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών

  • Θα λειτουργήσουμε το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.

Αυτά για μας συνιστούν αναβάθμιση.

Η «αναβάθμιση» που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση μόνο υποβάθμιση-μέσω-απαρτχάιντ μπορεί να χαρακτηριστεί.

Και το χειρότερο; Ούτε καν αυτό θα πετύχουν. Η νέα τροπή της ύφεσης που επέβαλε ο κορωνοϊός στη Χρεοδουλοπαροικία μας θα ακυρώσει τα σχέδια τους για αγοραίο εξευγενισμό περιοχών όπως εκείνος στην Πατησίων κοντά στο ΑΚΡΟΠΟΛ. Κι άλλα μαγαζιά θα κλείσουν, κι άλλη μιζέρια θα επεκταθεί πάνω από την περιοχή. Είναι κάτι που ακόμα και οι κυβερνητικοί βουλευτές το βλέπουν. Και αυτό μας ανησυχεί. Γιατί;

Τις τελευταίες εβδομάδες παρατηρούμε μια επικίνδυνη αναβίωση στην Πλατεία Βικτωρίας πρακτικών που πρωτοσυναντήσαμε στην Πλατεία Αγίου Παντελεήμωνος, την περίοδο που η Χρυσή Αυγή ενισχυόταν μέσω (Α) διαδηλώσεων δήθεν εξαγριωμένων κατοίκων και (Β) διαπλοκής με συγκριμένες ομάδες εντός της Ελληνικής Αστυνομίας. Θυμίζουμε ότι, πριν ανέλθουν εκλογικά, οι Χρυσαυγίτες μίσθωναν, με την ώρα, τις «υπηρεσίες» τους σε συμφέροντα real estate με στόχο την εκδίωξη φτωχών ανθρώπων από «προς-αναβάθμιση» περιοχές, όπως το Γκάζι ή ο Κεραμεικός.

Αυτό το όνειδος σήμερα φαίνεται να αναβιώνει κατά τι χειρότερο, με βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας να παρουσιάζεται δίπλα σε γνωστό Χρυσαυγίτη στην πλατεία Βικτωρίας στο πλαίσιο διαδήλωσης δήθεν αγανακτισμένων κατοίκων. Αυτό εννοεί το Υπουργείο Πολιτισμού ως «εξευγενισμό» υποβαθμισμένων περιοχών; Συνδυασμό παρακρατικών πογκρόμ των κατοίκων με AirBnb και ολίγον ΑΚΡΟΠΟΛ;

ΕΠΙΛΟΓΟΣ: Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΜέΡΑ25

Στο ΜέΡΑ25 την πολιτιστική παραγωγική διαδικασία, την ποιοτική αναβάθμιση της ζωής των ανθρώπων και των γειτονιών, την βλέπουμε υπό το πρίσμα της κοινής ευημερίας και της πολιτιστικής ευδαιμονίας, όχι της ψευδο-νεοφιλελεύθερης μισανθρωπικής ανταποδοτικότητας.

Ο Ιπποκράτης έλεγε:

Ο Βίος βραχύς

Η δε Τέχνη μακρή

Ο δε Καιρός οξύς

Η δε Πείρα σφαλερή

η δε Κρίσις χαλεπή.

Ναι, οι πολιτικές αποφάσεις που παίρνουμε για τις σύντομες ζωές μας και την Τέχνη που, σύμφωνα με τον Ιπποκράτη, είναι ατελείωτη, είναι χαλεπές – δηλαδή γεμάτη ευθύνες.

Η κυβέρνηση και το Μνημονιακό Τόξο κατανοούν τις ευθύνες αυτές ως γραμμάτια που έχουν να εξοφλήσουν στην κιτς, παρασιτική, αντιφιλελεύθερη ολιγαρχία.

Στο ΜέΡΑ25 τη μόνη ευθύνη, το μόνο χρέος, που αναγνωρίζουμε είναι να κάνουμε την πολιτιστική παραγωγή, και την ευδαιμονία που μόνο αυτή μπορεί να παράσχει, κτήμα όλων.