Η εβδομάδα που γέννησε το ΟΧΙ, Μέρος Α’: Παρασκευή 26η με Τρίτη 30η Ιουνίου 2015

Νωρίς το πρωί της Παρασκευή 26 Ιουνίου, ο Αλέξης μας μάζεψε όλους στον τελευταίο όροφο του ξενοδοχείου μας, με πανοραμική θέα στο κέντρο των Βρυξελλών. Παρόντες εκτός από τον Αλέξη κι εμένα ήταν οι Δραγασάκης, Σαγιάς, Ευκλείδης, Παππάς, Σταθάκης, Χουλιαράκης και ίσως ένας ή δύο βοηθοί. Ελήφθησαν μεγαλύτερες προφυλάξεις απ’ ό,τι συνήθως για να αποτραπούν υποκλοπές πριν μας εξηγήσει ο Αλέξης τι θα συνέβαινε στη συνέχεια.

Καθώς είχε αποκλειστεί κάθε περιθώριο για τη σύναψη συμφωνίας, μας είπε ο πρωθυπουργός, όλοι εκτός από εμένα και τον Ευκλείδη (που έπρεπε να παραστούμε στο Eurogroup της επομένης μέρας) και τον Χουλιαράκη (ο οποίος μπορεί να χρειαζόταν να μείνει για κάποιο έκτακτο Brussels Group ή Eurogroup Working Group), θα επέστρεφαν στην Αθήνα με το πρωθυπουργικό αεροπλάνο. Σκοπός του Αλέξη ήταν να συγκαλέσει το Υπουργικό Συμβούλιο το βράδυ της ίδιας μέρας, όπου θα πρότεινε να τεθεί το τελεσίγραφο των θεσμών σε δημοψήφισμα, το οποίο θα διεξαγόταν σε λίγο περισσότερο από μία εβδομάδα, την Κυριακή 5 Ιουλίου. Προφανώς, θα καλούσαμε τον ελληνικό λαό να ψηφίσει ΟΧΙ, μας διαβεβαίωσε, κλείνοντας τη σύντομη ανακοίνωσή του λέγοντας:

Θέλω να το κάνω σε όλους ξεκάθαρο πως απαιτώ να μη διαρρεύσει τίποτα από εδώ μέσα. Είναι κρίσιμο να μη μαθευτεί πριν ανακοινώ- σουμε επίσημα το δημοψήφισμα στην Αθήνα μετά το Υπουργικό Συμβούλιο απόψε το βράδυ. Μην πείτε τίποτα σε κανέναν, ούτε σε δημοσιογράφους, ούτε στις συζύγους σας στο τηλέφωνο και, κυρίως, όχι στους τροϊκανούς. Εντάξει;

Συζήτηση δεν έγινε. Όλοι αντιλαμβανόμασταν το μέγεθος αυτού που είχε αποφασιστεί. Έκανα μόνο μία ερώτηση: «Σύντροφοι, έτσι για να ξέρω, το δημοψήφισμα το κάνουμε για να το κερδίσουμε ή για να το χάσουμε;». Κανείς δε μου απάντησε, ούτε ο Αλέξης. Η μοναδική απάντηση που έλαβα, και πιστεύω πως ήταν ειλικρινής, ήταν του Δραγασάκη. «Είναι η έξοδος κινδύνου μας», μου είπε καθώς το δωμάτιο άδειαζε.

Όπως ο Δραγασάκης, ήμουν κι εγώ πεπεισμένος πως θα χάναμε το δημοψήφισμα. Τον Ιανουάριο το συνολικό ποσοστό ψήφων που έλαβε η κυβέρνησή μας (Σύριζα και ΑΝΕΛ μαζί) ήταν 41%, σε αντίθεση με το μνημονιακό μπλοκ (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-Ποτάμι), που έλαβε το 38,5%. Αν το δημοψήφισμα γινόταν την ίδια μέρα, ναι, πίστευα ότι θα το κερδίζαμε. Όμως είχαμε να διανύσουμε μια ολόκληρη εβδομάδα κλειστών τραπεζών και τοξικής προπαγάνδας από τα «μέσα» της τρόικας εσωτερικού. Η διαφορά μου με τον Δραγασάκη δεν ήταν εκεί. Εκτιμούσαμε κι οι δύο ότι το ΟΧΙ θα χάσει. Η διαφορά μας ήταν ότι, ενώ εγώ ήλπιζα διακαώς να θριαμβεύσει το ΟΧΙ, εκείνος έβλεπε το ΝΑΙ ως την έξοδο κινδύνου του, ως τη νομιμοποίηση της προσυπογραφής του τροϊκανικού τελεσι- γράφου – του 3ου μνημονίου.

Καθώς αποχωρούσαν όλοι, πλησίασα τον Χουλιαράκη για να προβώ σε μια σαφή προειδοποίηση: «Άκουσες τι είπε ο πρωθυπουργός. Ξέρω πως θα δυσκολευτείς να κρατηθείς μακριά από τους φίλους σου, τον Βίζερ και τους άλλους. Αν μάθω όμως πως μίλησες με τον Βίζερ ή τον Κοστέλλο, θα έχεις να κάνεις μαζί μου προσωπικά. Καταλαβαινόμαστε;» Ο Χουλιαράκης έδειξε απαθής εν τη συμφωνία του.

Επέστρεψα στο δωμάτιό μου, έβγαλα από την τσέπη μου την επιστολή παραίτησης που σκόπευα να υποβάλω στον Αλέξη εκείνη την ίδια μέρα, την έσκισα και πέταξα τα κομματάκια στον κάδο. Ήταν κάτι σαν τελετουργία πριν από τον πόλεμο. Μας περίμενε η μάχη του δημοψηφίσματος. Αν χρειαζόταν, σκέφτηκα, θα έγραφα άλλη, ακόμα πιο επικαιροποιημένη επιστολή παραίτησης σε μία εβδομάδα – σε περίπτωση που κέρδιζε το ΝΑΙ. Πού να ήξερα;

Αμέσως καταπιάστηκα  με την ομιλία που θα εκφωνούσα στο Eurogroup της επομένης καθώς και με τη σύνταξη επίσημης επιστολής προς το Eurogroup με την οποία ζητούσαμε την παράταση κατά έναν μήνα της δανειακής μας συμφωνίας, παράταση η οποία θα επέτρεπε τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος χωρίς κλυδωνισμούς – ένα αίτημα που δεν είχα καμία αυταπάτη ότι θα απορριφθεί.

Αρκετές ώρες αργότερα κοίταξα έξω το παράθυρο και συνειδητοποίησα πως είχε πέσει η νύχτα. Αποφάσισα να βγω για να πάρω λίγο αέρα και να φάω κάτι. Στο λόμπι του ξενοδοχείου πέτυχα τον Γκλεν Κιμ και εξεπλάγην που ήταν ακόμη στις Βρυξέλλες. Πάντα χαιρόμουν όταν τον έβλεπα, κι έτσι τον κάλεσα να έρθει μαζί μου σε κάποιο κοντινό εστιατόριο. Τον είδα μαγκωμένο.

«Πρέπει να πάω σε μια συνάντηση», μου είπε.

«Αλήθεια;» τον ρώτησα. «Με ποιους;»

«Τον Χουλιαράκη, τον Βίζερ και τον Κοστέλλο», ήταν η αποστομωτική απάντησή του.

«Τι θράσος!» σκέφτηκα. Δεδομένης της απειλής μου εκείνο το πρωί σε περίπτωση συνεύρεσής του με τους αρχιτροϊκανούς, η άνεση με την οποία ο Χουλιαράκης κανόνιζε κάτω από τη μύτη μου συνάντηση με τον Βίζερ και τον Κοστέλλο, προσκαλώντας μάλιστα και τον «δικό μου» Γκλεν, ήταν άνω ποταμών. Καθώς ο Αλέξης είχε δώσει, ενώπιον όλων μας, ρητή εντολή να μη βγάλουμε κιχ, να μη μιλήσουμε καν τηλεφωνικώς με τους εκπροσώπους των δανειστών, θεώρησα καθήκον μου να τον κρατήσω ενήμερο για την «ωραία ατμόσφαιρα» που ετοίμαζε στις Βρυξέλλες ο Έλλην εκλεκτός της τρόικας. Πριν το κάνω, πήρα τον ίδιο τον Χουλιαράκη ώστε να του έχω δώσει την ευκαιρία την οποία δικαιούνταν για να εξηγηθεί.

Τον ρώτησα ψύχραιμα με τι είχε να κάνει η συνάντηση για την οποία μου μίλησε ο Γκλεν και αν δεν είχα γίνει αρκετά σαφής το πρωί. Μου απάντησε ότι δεν ήταν κάτι σημαντικό και ότι συναντιόντουσαν απλώς «για να ανταλλάξουν ιδέες». Χωρίς άλλη λέξη, έκλεισα το τηλέφωνο και τηλεφώνησα στον Αλέξη. Μου απάντησε η γραμματέας του, πληροφορώντας με ότι ετοιμαζόταν να μπει στο υπουργικό συμβούλιο. «Πρέπει οπωσδήποτε να του μιλήσω», επέμεινα. Όταν ήρθε ο Αλέξης στο ακουστικό, του είπα τι είχε συμβεί, ως όφειλα, δεδομένης της εντολής του για σιγή ασυρμάτου έως ότου ανακοινωθεί επισήμως το δημοψή- φισμα.

Για πρώτη φορά ο Αλέξης ύψωσε τον τόνο της φωνής του σε μένα, λέγοντάς μου ότι είχε βαρεθεί την εχθρότητά μου απέναντι στον Χουλιαράκη και καταλήγοντας με απειλή: «Αν συνεχίσεις, θα αναγκαστώ να σου κλείσω το τηλέφωνο». Εξοργισμένος του απάντησα: «Κάν’ το. Κλείσε μου το τηλέφωνο, Αλέξη!» Το έκλεισε. Δύο λεπτά αργότερα με κάλεσε πάλι για να ζητήσει συγγνώμη, αποδίδοντας το ξέσπασμά του στο στρες. «Όσο για τον Χουλιαράκη, δεν έχει σημασία πια», πρόσθεσε. «Σε λίγο ανακοινώνω το δημοψήφισμα».

Κατά τη διάρκεια του μοναχικού μου δείπνου τα ξανασκέφτηκα όλα. Δεν υπήρχε πιθανότητα ο Χουλιαράκης να συναντά την τρόικα στις Βρυξέλλες εκείνο το βράδυ χωρίς την έγκριση του Αλέξη. Όσο κι αν επιθυμούσα διακαώς να ξεφύγω από αυτό τoν βούρκο, είχα να εκπληρώσω ακόμη δύο καθήκοντα: πρώτον, να ολοκληρώσω το Eurogroup της επόμενης μέρας και, δεύτερον, να επιστρέψω στην Αθήνα για να συνεισφέρω όσο μπορούσα στην καμπάνια για το ΟΧΙ, ώστε να έχει την καλύτερη δυνατή κατάληξη το δημοψήφισμα. Όποιο κι αν ήταν το κίνητρο που έφερε το δημοψήφισμα, σκέφτηκα, δεν έπαυε να είναι μια κορυφαία στιγμή, μια ένδοξη κατάκτηση των Ελλήνων: Για πρώτη φορά ο ελληνικός λαός θα είχε την ευκαιρία να εκφράσει τη βούλησή του, αντιμέτωπος μ’ ένα τοξικό μνημόνιο. Δεν ήταν η ώρα για εσωστρέφεια ή τσακωμούς.

Το πρωί του Σαββάτου 27 Ιουνίου, λίγο πριν από το Eurogroup, ο Ευκλείδης κι εγώ συναντηθήκαμε με τους Ντάισελμπλουμ, Βίζερ και Σαπέν. Αναστατωμένοι από την ανακοίνωση του δημοψηφίσματος, με πίεζαν να το ανακαλέσουμε. Εξήγησα το σκεπτικό της απόφασής μας: Αισθανόμασταν πως δεν είχαμε λάβει εντολή από τον ελληνικό λαό ούτε για να συγκρουστούμε με τους Ευρωπαίους εταίρους μας ούτε για να υπογράψουμε συμφωνία που φαινόταν παράλογη όχι μόνο σε εμάς αλλά ακόμα και στον Γερμανό υπουργό Οικονομικών, σε άλλους πέντε υπουργούς Οικονομικών και σε όλο σχεδόν το προσωπικό του ΔΝΤ στην Ουάσινγκτον. Ο Γερούν τότε τόλμησε να με επιπλήξει για την παρότρυνσή μας προς τους ψηφοφόρους:

ΝΤΑΪΣΕΛΜΠΛΟΥΜ: Θα τους παροτρύνετε να ψηφίσουν ΟΧΙ!

Γ.Β.: Κυρίαρχο είναι το εκλογικό σώμα. Δεν είναι ούτε η κυβέρνηση ούτε ο υπουργός. Οι εντολές μας προέρχονται από το εκλογικό σώμα.

ΝΤΑΪΣΕΛΜΠΛΟΥΜ: Τα πολιτικά κόμματα κάνουν προεκλογικές εκ- στρατείες…

Γ.Β.: Φυσικά. Και δεν είναι αυτό το θέμα της συζήτησης. Το τι εκστρατεία θα κάνουμε είναι δική μας δουλειά. Αυτό που χρειάζεται να ξέρεις…

ΝΤΑΪΣΕΛΜΠΛΟΥΜ: Δείχνει όμως τις προθέσεις σας!

Γ.Β.: Η άποψή σου για τις προθέσεις που έχουμε ως πολιτικοί, Γερούν, δεν έχει καμία σημασία. Όπως και οι απόψεις μου για τις δικές σου προθέσεις ως πολιτικού δεν έχουν καμία σημασία. Είναι κάτι που αφορά εσένα και το εκλογικό σου σώμα.

Σε εκείνο το σημείο παρενέβη ο Σαπέν για να προβάλει κι εκείνος τη δική του ένσταση. Καλούσαμε, είπε, τους Έλληνες να ψηφίσουν εναντίον των αρνητικών όψεων της προτεινόμενης συμφωνίας, όπως π.χ. της λιτότητας, χωρίς να αναγνωρίσουμε τα πλεονεκτήματά της. Τον ρώτησα σε ποια πλεονεκτήματα αναφερόταν. «Τα μέτρα για το χρέος, την επενδυτική βοήθεια κτλ.», απάντησε ο Σαπέν. Ο Ευκλείδης του επισήμανε πως αυτά δεν τέθηκαν ποτέ στο τραπέζι, καθώς οι δανειστές μας είχαν αρνηθεί πεισματικά να τα θέσουν εκεί. Ο Γερούν παρενέβη ξανά:

ΝΤΑΪΣΕΛΜΠΛΟΥΜ: Ας δούμε τι είναι πολιτικά εφικτό. Χτίστε την εμπιστοσύνη, και τότε ακόμη και οι πιο αδιάλλακτοι υπουργοί θα είναι διατεθειμένοι, μετά το καλοκαίρι, να τα συζητήσουν αυτά. Αν νιώθουν περισσότερη εμπιστοσύνη πως το πρόγραμμα θα επανέλθει στον σωστό δρόμο.

Γ.Β.: Το δέχομαι αυτό. Το κατανοώ. Κατανοείτε όμως πως η εμπιστοσύνη είναι δρόμος διπλής κατεύθυνσης; Πως ο ελληνικός λαός δεν πιστεύει ότι το Eurogroup θα φανεί αντάξιο της εμπιστοσύνης του; Το Eurogroup δεν εμπιστεύεται τις ελληνικές κυβερνήσεις, αλλά η εμπιστοσύνη έχει καταρρεύσει και από τις δύο πλευρές, Γερούν. Χρειάζεστε από εμάς κάτι δεσμευτικό στο τραπέζι; Το ίδιο κι εμείς από εσάς!

Η συζήτηση δεν έβγαζε πουθενά, έτσι πρότεινα να το αφήσουμε για την ώρα και να συνεχίσουμε τις συζητήσεις μας μέσα στο Eurogroup σε λίγα λεπτά, παρουσία όλων.

Το Eurogroup δεν υφίσταται!

Η σύνοδος του Eurogroup του Σαββάτου 27 Ιουνίου 2015 δε θα καταγραφεί ως μια λαμπρή στιγμή στην ιστορία της Ευρώπης. Το αίτημά μας να δοθεί ένα μικρό περιθώριο μερικών εβδομάδων στον ελληνικό λαό, ώστε να μπορέσει υπό συνθήκες ηρεμίας να αποφασίσει αν θα αποδεχόταν ή όχι το τελεσίγραφο των θεσμών, απορρίφθηκε με συνοπτικές διαδικασίες. Καθώς η παράταση της δανειακής σύμβασης που είχε εξασφαλιστεί στις 20 Φεβρουαρίου έληγε την 30ή Ιουνίου, η απόρριψη του αιτήματός μας σήμαινε ότι η ΕΚΤ θα έκλεινε τη στρόφιγγα της έκτακτης ρευστότητας (ELA) προς τις ελληνικές τράπεζες. Με απλά λόγια, οι ελληνικές τράπεζες δε θα άνοιγαν τη Δευτέρα.

Το βασικό όμως, και πιο ενδιαφέρον, φαινόμενο σε εκείνη τη συνεδρίαση του Eurogroup ήταν η άνεση με την οποία όλοι τους συναίνεσαν στο συμπέρασμα ότι η δημοκρατία είναι μια πολύ κακή ιδέα. Η ιδέα και μόνον πως μια κυβέρνηση θα συμβουλευόταν τον λαό της, για μια προβληματική πρόταση-τελεσίγραφο που της ετίθετο από την τρόικα, αντιμετωπίστηκε με έλλειψη κατανόησης, περιφρόνηση, εν τέλει με προσβλητική έλλειψη σεβασμού απέναντι στην ίδια την έννοια της δημο- κρατίας.

«Πώς μπορούσαμε να περιμένουμε να καταλάβουν οι απλοί άνθρωποι τόσο πολύπλοκα θέματα;» ρωτήθηκα από πολλούς υπουργούς, συμπεριλαμβανομένου του Ιταλού Πιερ Κάρλο Παντοάν. Τους απάντησα με τρόπο που, αν ήμουν στη θέση τους, θα με είχε κάνει να ντραπώ:

«Πιστεύουμε ακράδαντα στην ικανότητα του λαού, των ψηφοφόρων, να είναι ενεργοί πολίτες. Να αναλύουν τις καταστάσεις και να λαμβάνουν υπεύθυνες αποφάσεις για το μέλλον της χώρας τους. Ακούγεται περίεργο το να αφήνουμε το μέλλον στα χέρια των πολλών, στη βάση της αρχής ένα άτομο-μία ψήφος. Αυτή όμως είναι η ουσία της δημοκρατίας, την οποία δεν έχουμε, απ’ όσο γνωρίζω, ακόμα καταργήσει στην Ευρώπη».

Το γεγονός ότι έπρεπε να πω αυτά τα λόγια, πόσο μάλιστα το έτερον γεγονός ότι δεν πείστηκαν από αυτά, σηματοδοτούσε μια μαύρη μέρα για την ευρωπαϊκή δημοκρατία και τα θεσμικά της όργανα. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο πρόεδρος του Eurogroup αμέσως μετά έσπασε την κοινοτική παράδοση για να κάνει δύο απίστευτες ανακοινώσεις. Η πρώτη ήταν πως θα εξέδιδε «κοινό» ανακοινωθέν χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της ελληνικής πλευράς, παραβιάζοντας  την εθιμοτυπική αρχή του Eurogroup και της ΕΕ γενικότερα περί ομοφωνίας. Η δεύτερη ήταν η ανακοίνωση ότι το Eurogroup θα επανασυνεδρίαζε μερικές ώρες αρ- γότερα για να συζητηθούν «τα επόμενα βήματα» χωρίς την παρουσία της ελληνικής αντιπροσωπείας.

Σε εκείνο το σημείο ζήτησα τον λόγο για να θυμίσω στον Γερούν ότι δεν ήταν στη διακριτική του ευχέρεια ούτε το ένα ούτε το άλλο. Εκείνος μου απάντησε κοφτά ότι ήταν. Τότε, απευθυνόμενος στη γραμ- ματεία του Eurogroup, που ήταν βέβαια η γραμματεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ζήτησα νομική γνωμοδότηση για το ποιο από τα δύο ίσχυε: Ήταν στη διακριτική ευχέρεια του Ντάισελμπλουμ να εκδώσει κοινό ανακοινωθέν το οποίο είχα καταψηφίσει ή όχι; Μπορούσε να αποκλείσει αντιπροσωπεία κράτους-μέλους της ευρωζώνης με το έτσι θέλω ή όχι; Η συγκεκριμένη φρασεολογία του ερωτήματός μου προς το νομικό τμήμα της γραμματείας είχε ως εξής: «Έχει τη δυνατότητα ο πρόεδρος του Eurogroup να εκδίδει κοινά ανακοινωθέντα όταν δεν υπάρχει ομο- φωνία και, επίσης, να αποκλείει κατά βούληση υπουργούς Οικονομικών από συνεδριάσεις του Eurogroup;»

Ακολούθησε μια μικρή διακοπή ενώ άνθρωποι της γραμματείας, κάθιδροι και αναστατωμένοι, ήταν στα τηλέφωνα και άλλοι συμβουλεύονταν πολυσέλιδους τόμους. Μετά από λίγο ο Γερούν μας ανακά- λεσε στην τάξη και εκπρόσωπος της γραμματείας μου απηύθυνε τον λόγο.

«Κύριε Υπουργέ, το Eurogroup δεν υφίσταται νομικά, καθώς δεν αποτελεί μέρος των Συνθηκών της ΕΕ. Είναι μια άτυπη ομάδα των υπουργών Οικονομικών των κρατών-μελών της ευρωζώνης. Κα- θώς είναι άτυπο όργανο, εξ ορισμού, δεν υπάρχουν γραπτοί κανό- νες που να καθορίζουν τη λειτουργία του. Ως εκ τούτου, ο πρόεδρός του δε δεσμεύεται νομικά».

Φεύγοντας από την αίθουσα του Eurogroup, καθώς περίμενα το ασανσέρ, πέτυχα έναν ανήσυχο αλλά αναπάντεχα φιλικό Μάριο Ντράγκι. «Τι στο καλό κάνει ο Γερούν;» με ρώτησε. «Καταστρέφει την Ευρώ-πη, Μάριο. Καταστρέφει την Ευρώπη», του απάντησα. Έγνεψε καταφατικά, φανερά προβληματισμένος. Κατεβήκαμε με το ασανσέρ και χωρίσαμε χωρίς να πούμε τίποτα άλλο.

Το ίδιο βράδυ, Σάββατο 27 Ιουνίου, μετά την άρον άρον επιστροφή από τις Βρυξέλλες, συγκλήθηκε το πολεμικό συμβούλιο στο Μαξίμου. Τη Δευτέρα το πρωί οι τράπεζες θα ξέμεναν από ρευστό και θα ξεκινούσε η βασανιστική προδημοψηφισματική εβδομάδα. Τα κανάλια της τρόικας εσωτερικού θα έδιναν ρεσιτάλ μαύρης προπαγάνδας δαιμονοποιώντας την αντίσταση στην τρόικα εξωτερικού και παρουσιάζοντας το ΝΑΙ στο πιο αντιευρωπαϊκό τελεσίγραφο ως την επιλογή «μένουμε Ευρώπη». Όμως το μέγα ερώτημα της στιγμής ήταν αν εμείς, το πολεμικό συμβούλιο, θα χρησιμοποιούσαμε το δημοψήφισμα για να επανενεργοποιήσουμε το σχέδιο απόδρασης από τη χρεοδουλοπαροικία ή το νεότερο σχέδιο του «στρίβειν διά του δημοψηφίσματος».

Σε όλα τα προηγούμενα πολεμικά συμβούλια, ακόμα και σε εκείνα όπου μειοψηφούσα οικτρά, το αρχικό σχέδιο μάχης που είχα καταθέσει στον Αλέξη πριν από τις εκλογές, σε περίπτωση που μας έκλειναν τις τράπεζες, δεν είχε αμφισβητηθεί από κανέναν. Μόνο ο Σταθάκης το απέρριπτε λέγοντας από την πρώτη μέρα, και προς τιμήν του, ότι εκείνος θα αποδεχόταν ό,τι μας έδινε η τρόικα την ύστατη στιγμή. Ακόμα και ο Δραγασάκης, όταν τους ρώταγα αν σε αντίποινα του κλεισίματος των τραπεζών από την τρόικα θα κουρεύαμε τα ομόλογα SMP της ΕΚΤ, αν θα ενεργοποιούσαμε το παράλληλο σύστημα πληρωμών, αν θα προχωρούσαμε σε ρήξη όπως λέγαμε εξαρχής, απαντούσε επαναλαμβάνο- ντας το γνωστό πλέον: «Ναι, θα το κάνουμε αλλά έως τότε βαδίζουμε με το καλό σενάριο». Για να σας δούμε τώρα, σύντροφοι, σκεφτόμουν εκείνο το βράδυ της 27ης Ιουνίου, τώρα που το «καλό σενάριο» τετέλεσται.

Με την έναρξη της συνεδρίασης, λίγα λεπτά αφότου μπήκαμε στην αίθουσα με τον Ευκλείδη, τους υπενθύμισα τη συμφωνία που είχαν «ορκιστεί» επανειλημμένα να τηρήσουν: αν η τρόικα και η ΕΚΤ έκλειναν τη στρόφιγγα του ELA, ώστε να κλείσουν τις τράπεζες για να μας σύρουν σε ένα τετράμηνο, χρηματοοικονομικά ανυπόστατο μνημόνιο, με καταστροφικά επίπεδα νέας λιτότητας, αντικοινωνικά μέτρα που επιδίωκαν την περαιτέρω εξαθλίωση των φτωχότερων και την εξασφαλισμένη επιδείνωση της χρεοκοπίας του κράτους, των τραπεζών, των οικογενειών και των επιχειρήσεων, θα αντιδρούσαμε με τα προσυμφωνημένα μεταξύ μας τριπλά αντίποινα: θα κουρεύαμε τα ομόλογα SMP που βρίσκονταν στην κατοχή της ΕΚΤ, θα ενεργοποιούσαμε το παράλληλο σύστημα πληρωμών σε ευρώ και θα ανακοινώναμε την πρόθεσή μας να νομοθετήσουμε [σημ.: που δεν είναι το ίδιο πράγμα με την άμεση νομοθέτηση] την επιστροφή του ελέγχου της Τράπεζας της Ελλάδος στη Βουλή των Ελλήνων.

Στο κλείσιμο της τοποθέτησής μου είπα ότι η στιγμή της αλήθειας είχε φτάσει. Ότι η τρόικα, εξαρχής, σκόπευε να μας οδηγήσει σε εκείνο το σημείο ώστε να διαπιστώσει η κ. Μέρκελ πόσα απίδια πιάνει ο σάκος μας.

«Από τον Μάρτιο, δυστυχώς, στέλνονται σήματα στη Μέρκελ και στον Ντράγκι από μέλη της ηγετικής μας ομάδας ότι, κόντρα στα λεγόμενα του Βαρουφάκη, δε θα προβαίναμε σε αντίποινα αν μας έκλειναν τις τράπεζες. Γι’ αυτό μας τις κλείνουν τώρα. Για τον Σόιμπλε είναι το πρώτο στάδιο προς το Grexit. Όμως για τη Μέρκελ και τον Ντράγκι είναι ένα τεστ για εμάς και, συγκεκριμένα, για τον πρωθυπουργό: Θα καταρρεύσουμε, παραδίδοντας τα όπλα; Ή θα προχωρήσουμε για όσο χρειάζεται και όσο πάει, με τη δική μας ρευστότητα και τα δικά μας αντίποινα; Μόνο στη δεύτερη περίπτωση η Μέρκελ και ο Ντράγκι θα σε πάρουν τηλέφωνο, Αλέξη, προτείνοντάς σου κάτι βατό, μια βάση βιώσιμης συμφωνίας. Οπότε θεωρώ ότι έχουμε ιερή υποχρέωση, τώρα, πριν από το δημοψήφισμα, να δείξουμε επί του πρακτέου τόσο στην τρόικα όσο και στον κόσμο μας ότι αντιδρούμε σύμφωνα με το σχέδιο και τις εξαγγελίες μας: Δε θέλαμε ρήξη, δεν την επιδιώκαμε τη ρήξη, αλλά δε φοβόμαστε τη ρήξη που η τρόικα τόσο ξεδιάντροπα δρομολόγησε. Προτείνω λοιπόν να αποφασίσουμε αυτήν ταύτην τη στιγμή την ενεργοποίηση των τριών αντιποίνων μας. Όχι αναγκαστικά όλων μαζί. Μπορούμε να ξεκινήσουμε με την ανακοίνωση ότι, αν έως τις 6 Ιουλίου [σημ.: τη Δευτέρα μετά το δημοψήφισμα] δεν έχει επανέλθει από την ΕΚΤ ο ELA, ώστε να ανοίξουν οι τράπεζες, η αποπληρωμή των ομολόγων SMP της ΕΚΤ θα αναβληθεί για το… 2048. Κατόπιν, την Τετάρτη, ανακοινώνουμε  την ενεργοποίηση  του παράλληλου  συστήματος πληρωμών. Και ούτω καθεξής. Έτσι θα περάσουμε το μήνυμα πως δεν κάνουμε πίσω, αλλά παράλληλα πως θέλουμε να τους δώσουμε μια ευκαιρία να επιστρέψουν σύντομα με μια αξιοπρεπή πρόταση».

Ο Δραγασάκης παρενέβη με ασυνήθιστη γι’ αυτόν ταχύτητα και δυναμισμό, καταδεικνύοντας ότι προετοιμαζόταν για εκείνη τη στιγμή –όπως κι εγώ άλλωστε– από καιρό. Απέρριψε την τοποθέτησή μου ως «επι- κίνδυνο λεονταρισμό». «Θέτω βέτο, Πρόεδρε», είπε κοιτάζοντας τον Αλέξη. «Πρέπει να πάμε συναινετικά με τον Ντράγκι, να μην τον προ- καλούμε». Κανείς άλλος δε μίλησε. Όλοι κοίταζαν τον Αλέξη.

Ο Αλέξης πλησίασε το παράθυρο καπνίζοντας πούρο – μια σχετικά πρόσφατη συνήθεια. Μετά από μερικά λεπτά συλλογισμού, γύρισε προς το μέρος μου, έκανε μια παύση και μου είπε: «Θα πάμε με τον Δραγασάκη, Γιάνη». Οι υπόλοιποι, πλην του Ευκλείδη, ο οποίος ήταν πολύ καταβεβλημένος για να μιλήσει εμπεριστατωμένα, ένευσαν ότι συμφωνούσαν με τον πρωθυπουργό. Ένας αγώνας που ξεκίνησε με τέτοιον ενθουσιασμό, που πυροδότησε όνειρα απελευθέρωσης από την εγχώρια ολιγαρχία και το βαθύ κατεστημένο που καταρρακώνει την Ευρώπη, κατέληξε εκείνη τη μαύρη ώρα στο πρωθυπουργικό γραφείο μια ισχνή μειοψηφία δύο ατόμων. Την ίδια όμως ώρα, έξω από το Μαξίμου, η κοινωνία εγκυμονούσε την ακριβώς αντίθετη στάση. Είχα υποχρέωση, άλλη μία φορά, να περιμένω, να μην παραιτηθώ, ώστε να γεννηθεί εκείνο το μεγαλειώδες ΟΧΙ στις κάλπες της επόμενης Κυριακής χωρίς η κοινή γνώμη να αποπροσανατολιστεί με την παραίτηση του υπουργού Οικονομικών.

Έτσι, η συζήτηση προχώρησε στη διαχείριση του μεγαλύτερου εφιάλτη, εν καιρώ ειρήνης, για έναν υπουργό Οικονομικών: του επ’ αόριστον κλεισίματος των τραπεζών της χώρας. Ήταν επιτακτικό, υποστήριξα, να καταστήσουμε σαφές ποιος ήταν υπεύθυνος γι’ αυτή την καταστροφή. Από τη στιγμή της εκλογής μας η κυβέρνησή μας κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια, έφτασε στο σημείο να αποδεχτεί παραχωρήσεις που ήξερε πως ήταν αδύνατον να εφαρμοστούν, για να παραμείνουν οι τράπεζες ανοιχτές. Αντιθέτως, οι Στουρνάρας και Ντράγκι είχαν κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να πυροδοτήσουν και να τροφοδοτήσουν ένα bank run, ως πρελούδιο του κλεισίματος των τραπεζών που έπαιζε το 2015 τον ρόλο των τανκς του 1967.

Δεν έπρεπε να τους κάνουμε τη χάρη, υποστήριξα, να τους αφήσου- με να μας παρουσιάσουν σαν την κυβέρνηση που επέλεξε να αρνηθεί στους πολίτες της την πρόσβαση στις καταθέσεις τους. Όπως τους είχα προϊδεάσει μήνες νωρίτερα, πρότεινα το εξής: Το πρωί της Δευτέρας να αφήσουμε τις τράπεζες να ανοίξουν κανονικά. Σε μία ή δύο ώρες τα ταμεία θα ξέμεναν από ρευστό, με αποτέλεσμα οι διευθυντές των τραπεζικών καταστημάτων να αναγκαστούν να κλείσουν μόνοι τους τα γκισέ και τις πόρτες. Εκείνη την ώρα εμείς, σύσσωμη η κυβέρνηση και ο κόσμος μας, θα έπρεπε να βγούμε στους δρόμους, έξω από τα κεντρικά των τραπεζών, για να διαμαρτυρηθούμε μαζί με τον λαό ενάντια στην τρόικα που πραξικοπηματικά στέρησε στους Έλληνες την πρόσβαση στα χρήματά τους.

Αυτήν τη φορά ούτε ο Ευκλείδης δεν ήταν με το μέρος μου. Αν οι τράπεζες άνοιγαν μόνο για να ξεμείνουν από ρευστό λίγο αργότερα, υποστήριξαν, διατρέχαμε τον κίνδυνο επεισοδίων μέσα και έξω από τα τραπεζικά καταστήματα. Δε θεωρούσα το επιχείρημα αβάσιμο, πίστευα όμως πως υπερτιμούσαν τον κίνδυνο και πως θα μπορούσαν να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλιστεί η ηρεμία. Βασιζόμουν στην ωριμότητα του κόσμου, η οποία, σε συνδυασμό με την παρουσία των υπουργών στις διαδηλώσεις, θα λειτουργούσε κατευναστικά, ώστε ο εύλογος θυμός των πολιτών να διοχετευτεί σε πολιτική, ενοποιητική δράση και όχι σε βία.

Επέμεινα, παρά το γεγονός ότι ήμουν πλέον μειοψηφία του ενός:

«Αν εμείς υπογράψουμε αύριο το βράδυ [σημ.: Κυριακή] την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ) με την οποία θα διαταχθεί το κλείσιμο των τραπεζών τη Δευτέρα το πρωί», τους προειδοποίησα, «να ξέρετε ότι οι πολίτες θα μας χρεώσουν τα capital controls, τη στέρηση της πρόσβασής τους στις καταθέσεις τους. Η τρόικα θα παρουσιάσει αυτό το όνειδος, το κλείσιμο των τραπεζών της χώρας, ως δική μας ιδέα, ως δική μας στρατηγική επιλογή. Όχι μόνο θα χάσουμε το παιχνίδι της επίρριψης ευθυνών αλλά και το δημοψήφισμα».

Καθώς έκλεινε η συνεδρίασή μας, ξαφνικά θυμήθηκα ότι αυτή ακριβώς ήταν η πρόθεσή τους! Είχα, βλέπεις αναγνώστη, τέτοια ανάγκη να πείθω τον εαυτό μου ότι δίναμε κοινό αγώνα, που ξεχνούσα επιλεκτικά αυτά που μου έλεγαν οι ίδιοι, π.χ. τον χαρακτηρισμό από τον ίδιο τον Δραγασάκη του δημοψηφίσματος ως «εξόδου κινδύνου». Βέβαια, όχι για πολύ. Η επίμονη έκκλησή μου να μην υπογράψουμε την ΠΝΠ κλείνοντας εμείς τις τράπεζες, αλλά απλώς να τις αφήσουμε να κλείσουν από μόνες τους ενώ εμείς προετοιμαζόμαστε για το κλείσιμό τους, είχε στόχο να μη δώσουμε την ευκαιρία στην τρόικα να αποποιηθεί, και να φορτώσει σ’ εμάς, την ευθύνη για το κλείσιμο των τραπεζών. Δεν ήταν όμως ότι η πλειοψηφία του πολεμικού συμβουλίου δεν το καταλάβαινε αυτό. Το καταλάβαινε πολύ καλά ότι η υπογραφή της ΠΝΠ θα έθετε την τρόικα στο απυρόβλητο και θα έριχνε το φταίξιμο στην Αθήνα. Μόνο που το φταίξιμο δε θα έπεφτε πάνω τους. Θα το έριχναν σε μένα. Προσωπικά!

Δεν πέρασαν παρά δευτερόλεπτα πριν έρθει η απόδειξη. Καθώς βγαίναμε από το πρωθυπουργικό γραφείο, με πλησίασε ο Δραγασάκης με ύποπτα φιλική διάθεση. «Αύριο πρέπει να συγκαλέσεις το Συμβούλιο Συστημικής Σταθερότητας», είπε. «Δε θα μπορέσω να παραστώ αλλά είμαι σίγουρος πως θα το χειριστείς καλά». Το Συμβούλιο Συστημικής Σταθερότητας είναι το όργανο που δεν επιθυμεί ποτέ να καλέσει ένας υπουργός Οικονομικών. Συνεδριάζει μόνο όταν πρέπει να κλείσουν οι τράπεζες σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, ώστε να συνταχθεί, με τη συνεισφορά της κεντρικής τράπεζας και των τραπεζών, η ΠΝΠ – η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου με την οποία οι τράπεζες λαμβάνουν εντολή να μην ανοίξουν τις πόρτες τους.

Ο κύβος είχε ριφθεί: Οι τράπεζες θα έκλειναν, ενώ η τρόικα εσωτερικού και εξωτερικού μαζί με μερίδα του Σύριζα η οποία σύντομα θα διασπούσε το κόμμα ώστε να προωθήσει τη συνθηκολόγηση θα ξανάγραφαν την ιστορία του κλεισίματος των τραπεζών, με τον υπογράφοντα στον ρόλο του… εμπνευστή του.

Επιχείρηση «ο Βαρουφάκης έκλεισε τις τράπεζες»

Από την πρώτη μέρα της διακυβέρνησής μας, η αντιπροεδρία επιδόθηκε στην έκδοση σειράς αποφάσεων με τις οποίες όλες οι εξουσίες ρύθμισης και ελέγχου των τραπεζών περνούσαν από τον υπουργό Οικονομικών στον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης. Ενώ στην αρχή αυτή η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων ενέπιπτε στη συμφωνία μας ότι ο Δραγασάκης αναλάμβανε τον ρόλο του πορθητή της ελληνικής Πτωχοτραπεζοκρατίας, πολύ γρήγορα διεφάνη ότι μάλλον άλλος ήταν ο ρόλος του – ένας ρόλος πολύ πιο κοντά σε εκείνον του προστάτη της. Ανεξάρτητα πάντως από τα κίνητρα και τις ερμηνείες, το αδιαμφισβήτητο είναι ότι όταν ετίθετο θέμα διαχείρισης για οτιδήποτε είχε να κάνει με τις τράπεζες, ο αντιπρόεδρος αναλάμβανε τον χειρισμό του μηνύοντας στο υπουργείο μου να μην ανακατεύομαι.

Υπό αυτό το πρίσμα, η εντολή του να συγκαλέσω εγώ το Συμβούλιο Συστημικής Σταθερότητας για να κλείσει τις τράπεζες, και η ανακοίνωση του αντιπροέδρου ότι λόγω άλλων ασχολιών ο ίδιος δε θα μπορούσε να παραστεί, κέρδιζε Όσκαρ Κυνισμού. Το ένα μέλος του πολεμικού συμβουλίου που επέμενε να μη συγκληθεί το Συμβούλιο Συστημικής Σταθερότητας, και να μην υπογράψουμε ΠΝΠ με την οποία θα δίναμε εντολή να κλείσουν οι τράπεζες, εξαναγκαζόταν να είναι εκείνος που συγκαλεί το Συμβούλιο Συστημικής Σταθερότητας και συντάσσει την ΠΝΠ με την οποία θα έκλειναν οι τράπεζες! Όσο για τον εμπνευστή των κινήσεων εκείνων, στις οποίες εναντιώθηκα με όλο μου το είναι, δε θα παρίστατο καν!

Μολονότι απερίγραπτα δειλή, η στρατηγική λειτούργησε. Ακόμη και σήμερα τα μέσα μαζικής αποβλάκωσης αναφέρονται στο πρόσωπό μου ως τον άνθρωπο που έκλεισε τις τράπεζες. Άλλη μία φορά βρέθηκα αντιμέτωπος με το ίδιο δίλημμα της παραίτησης. Όχι, δε θα παραιτούμουν, όσο το δημοψήφισμα πρόβαλλε στον ορίζοντα της επόμενης εβδομάδας κι ο κόσμος μας απαιτούσε εμφατικά να το κερδίσουμε. Αν παραιτούμουν, οι δικοί μου άνθρωποι, εκείνοι που στον δρόμο έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να μας εμψυχώσουν, θα ένιωθαν προδομένοι από μια τέτοια κίνηση. Το αντίτιμο του να μείνω δίπλα τους έως την Κυριακή του δημοψηφίσματος ήταν, βέβαια, ότι έπρεπε να προεδρεύσω του Συμβουλίου Συστημικής Σταθερότητας.

Σύμφωνα με τον σχετικό νόμο, στο Συμβούλιο συμμετέχουν, πέραν του υπουργού Οικονομικών, των αναπληρωτών του και του γενικού γραμματέα Οικονομικής Πολιτικής, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και οι διευθύνοντες σύμβουλοι των τραπεζών. Καθώς μαζευόμασταν για να εκκινήσει η συνεδρίαση, κατέφθασε ο Στουρνάρας σε με- γάλα κέφια. Με αγκάλιασε, με φίλησε σταυρωτά και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό του που επέστρεφε στο υπουργείο, όπως δήλωσε. Βέβαια, η χαρά του οφειλόταν σε κάτι που δεν αναφέρθηκε εκείνη τη μέρα: στο γεγονός ότι το πολεμικό μας συμβούλιο είχε καταπνίξει το σχέδιό μας για αντίποινα στην τρόικα, που συμπεριελάμβαναν την επανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας επί της Τράπεζας της Ελλάδος.

Ξεκίνησα τη συνεδρίαση με σύντομη ανασκόπηση του πώς φτάσαμε στην ανάγκη σύγκλησης του Συμβουλίου. Δε δίστασα να καταστήσω σαφές ότι ο Στουρνάρας ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες που προκάλεσαν την εκροή καταθέσεων, που είχε αποτέλεσμα την πρώτη φάση του σχεδίου της τρόικας, καλλιεργώντας το έδαφος για μια πεντάμηνη ασφυξία, η οποία οδήγησε, τελικά, στην «τραπεζική αργία». Ο Στουρνάρας δε φάνηκε να ενοχλείται καθόλου! Για την ακρίβεια, έμοιαζε πανευτυχής, σαν παιδί που δεν μπορεί να συγκρατήσει τη χαρά του, και ήταν εξαιρετικά φιλικός απέναντί μου – σαν να μην είχε περάσει μέρα από τα χρόνια τα παλιά, τότε που ήμασταν φίλοι. Κατόπιν άρχισε η τεχνική συζήτηση η οποία έθεσε τις βασικές παραμέτρους για το τι σήμαινε «τραπεζική αργία» στην πράξη, πώς θα εξοικονομούσαμε την ελάχιστη ρευστότητα που απέμενε, πώς θα δινόταν η δυνατότητα στους επιχειρηματίες να προβαίνουν σε καταθέσεις κτλ. [σημ.: Το πρόβλημα ήταν πώς θα βοηθούνταν επιχειρηματίες που στο τέλος της ημέρας έχουν πολλά χαρτονομίσματα στα χέρια τους –π.χ. ιδιοκτήτες βενζινάδικων– να τα καταθέσουν στις τράπεζες όταν αυτές ήταν κλειστές]. Πριν λυθεί η συνεδρίαση, ορίστηκαν ομάδες εργασίας που όλο το βράδυ θα επεξεργάζονταν αυτά τα ζητήματα στον έκτο όροφο του υπουργείου μου.

Πράγματι, με την ομάδα μου καταπιαστήκαμε με τον άθλο που ήμασταν υποχρεωμένοι να φέρουμε εις πέρας. Δουλέψαμε ολονυχτίς για τη δημιουργία του μαθηματικού τύπου ο οποίος θα υπολόγιζε τις αναλήψεις από τα ΑΤΜ που θα άφηναν ικανή ρευστότητα για τη συνέχιση των βασικών εισαγωγών που είχε ανάγκη η χώρα, δεδομένης της ελάχιστης ρευστότητας που είχε απομείνει συνολικά, δίνοντας έμφαση στην επιλογή αυτών των εισαγωγών με παράλληλη αναβολή άλλων, στην εξεύρεση λύσης για το 85% των συνταξιούχων που δεν είχαν κάρτες ανάληψης κτλ. Σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, πολλά νέα προβλήματα ξεπηδούσαν με το που λύναμε ένα από αυτά.

Στις 1.40 το πρωί της Δευτέρας, έχοντας ολοκληρώσει την ΠΝΠ, παρά τις έντονες αντιρρήσεις μου με την απόφαση να προβούμε στην υπογραφή μιας ΠΝΠ, έλαβα γραπτό μήνυμα από τον Στουρνάρα: «Ευχαριστώ για την εξαιρετική συνεργασία, Γιάνη μου». Όλα πήγαιναν καλά για τον ίδιο και την τρόικα, και μάλιστα με του λόγου μου να ξεροσταλιάζω στο υπουργείο ώστε να κάνω όλη τη δουλειά εκ μέρους τους. Εκεί μας είχε φέρει η απόφαση του πολεμικού συμβουλίου να παραδώσει τα όπλα, την ώρα που καλούσε τον λαό μας στα… όπλα: να δουλεύουμε για τον Στουρνάρα και όλους όσοι πυροδότησαν το bank run, που στόχο είχε να μας οδηγήσει πισθάγκωνα στη συγκεκριμένη ΠΝΠ. Δώδεκα μήνες πλάνο ήταν αυτό, από τη στιγμή του διορισμού του Στουρνάρα από τον Σαμαρά στη θέση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ώστε να υπονομευτεί η κυβέρνησή μας. Πώς να μην είναι ενθουσιασμένος με το αποτέλεσμα; Μόνο ένα εντυπωσιακό ΟΧΙ στο δημοψήφισμα μπορούσε να ανατρέψει το σχεδιαζόμενο από καιρό πρα- ξικόπημα. Ήταν η ελπίδα, η προοπτική που με κράτησε όρθιο εκείνο το μαρτυρικό βράδυ.

Η αδρεναλίνη που κυλούσε στις φλέβες μας όλη τη νύχτα, η αγωνία για το πώς θα αντιδρούσε η κοινωνία στις κλειστές τράπεζες την άλλη μέρα το πρωί και η ελπίδα ενός βροντερού ΟΧΙ την επόμενη Κυριακή με βοήθησαν να μην υποκύψω στην απελπισία και να εργαστώ αστα- μάτητα με την ομάδα μου μέχρι τις εννέα το πρωί. Ήταν η ώρα που υπό κανονικές συνθήκες θα άνοιγαν οι τράπεζες. Αντ’ αυτού, οι οθόνες της τηλεόρασης κατέγραφαν ατελείωτες ουρές στα ΑΤΜ, καθώς οι καταθέτες προσπαθούσαν να αποσύρουν τα 60 ευρώ που είχαμε καθορίσει ως το ανώτατο όριο ανάληψης που επέτρεπε να επιβιώσουμε μέχρι το πρωί της επομένης του δημοψηφίσματος.

Τότε ήταν που πληροφορήθηκα πως, κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, προτού ακόμη ανακοινωθεί ότι θα ετίθεντο δραστικοί περιορισμοί στην ανάληψη μετρητών από τα ΑΤΜ, οι βουλευτές είχαν αδειάσει πέντε φορές το ΑΤΜ της Βουλής! Το θεώρησα σκάνδαλο οι εκπρόσωποι του λαού να κάνουν κατάχρηση της πρότερης γνώσης τους και της πρόσβασης που είχαν στο ΑΤΜ της Βουλής για να αποφύγουν τις ουρές. Όπως ήταν και σκάνδαλο το γεγονός ότι, σε αντίθεση με άλλα ΑΤΜ που στέρεψαν από ρευστό γρήγορα, σε εκείνα που οι «κοινοί θνητοί» καταφεύγουν για τις αναλήψεις τους, το ΑΤΜ της Βουλής ξαναγεμίστηκε πέντε φορές σε μία μέρα! Έτσι, όταν ανταποκριτής του Bloomberg με ρώτησε αν είχα σταθεί με τον κόσμο στην ουρά για να τραβήξω λεφτά, απάντησα πως, πρώτον, δεν είχα τον χρόνο να το κάνω και, δεύτερον, πως ούτως ή άλλως δεν το θεωρούσα πρέπον ο υπουργός που εποπτεύει, για οποιονδήποτε λόγο, την αποξήρανση των ΑΤΜ να κάθεται στην ουρά να αδειάζει τα ΑΤΜ. Κατόπιν περιέγραψα την απαράδεκτη συμπεριφορά των βουλευτών μία μέρα νωρίτερα, εξηγώντας γιατί με ξένιζε η ιδέα και μόνο να πάω σε ΑΤΜ. Βέβαια, το Bloomberg έπαιξε μόνο το πρώτο μέρος της συνέντευξης. Για μέρες, μήνες, σήμερα ακόμα, τα «μέσα» με παρουσίαζαν όχι μόνο ως τον άνθρωπο που έκλεισε τις τράπεζες, αλλά και ως τον αλαζόνα που «θεωρεί τον εαυτό του πολύ σπουδαίο για να σταθεί στην ουρά με τον λαουτζίκο».

Αργότερα μέσα στην εβδομάδα που ξεκινούσε, με το δημοψήφισμα να καραδοκεί την επόμενη Κυριακή, έδωσα συνέντευξη στο έγκυρο περιοδικό New Yorker, σε συμπαθή δημοσιογράφο στον οποίο επέτρεψα σπάνια πρόσβαση, που συμπεριελάμβανε πρόσβαση στο σπίτι μου και στην οικογένειά μου. Στόχος, αντίθετα με την προπαγάνδα των «μέσων» που με παρουσιάζουν ως νάρκισσο που πασχίζει για την αυτο-προβολή του, ήταν η διεθνοποίηση του πραξικοπήματος που ετοιμαζόταν εναντίον της δημοκρατίας μας.

Ένα βράδυ, εξουθενωμένος, συνάντησα τη Δανάη, τον Τζέιμι, έναν- δυο συνεργάτες και τον εν λόγω δημοσιογράφο για δείπνο σε ταβέρνα επί του πεζοδρόμου της Κυδαθηναίων. Στην κουβέντα πάνω, ο δημοσιογράφος με ρώτησε ποια ήταν η χειρότερη στιγμή εκείνων των ημερών. Περιέγραψα την ωμή ειρωνεία και τον πόνο του να είσαι εσύ αυτός που το πολεμικό συμβούλιο πρώτα απορρίπτει τη στρατηγική σου για να παραμείνουν οι τράπεζες ανοιχτές, μετά απορρίπτει τις επίμονες συμβουλές σου να μην τις κλείσουμε εμείς και, το κερασάκι στη δηλητηριώδη τούρτα, σε εξαναγκάζει να είσαι εσύ που θα κλείσεις, επισήμως, τις τράπεζες. «Δε θα το ευχόμουν ούτε στον χειρότερο εχθρό μου», κατέληξα.

Συνειδητοποιώντας πως είχα καταφέρει να εξαφανίσω κάθε ίχνος καλής διάθεσης στο τραπέζι, με τη μάχη του δημοψηφίσματος να απαιτεί αναπτερωμένο ηθικό από όλους μας, προσπάθησα να ελαφρύνω κάπως την ατμόσφαιρα αστειευόμενος, με έντονη πικρία, πως ένας άσπλαχνος σεναριογράφος θα με παρουσίαζε να επιστρέφω σπίτι τη Δευτέρα το απόγευμα και να λέω στη Δανάη «αγάπη μου, έκλεισα τις τράπεζες», μια αναφορά στην κάκιστη χολιγουντιανή ταινία «Αγάπη μου, συρρίκνωσα τα παιδιά». Το New Yorker συμπεριέλαβε αυτή τη φράση, και τα μέσα προπαγάνδας στην Ελλάδα την παρουσίασαν με τον δικό τους εκλεκτό τρόπο: «Ο Βαρουφάκης γλεντούσε ενώ έκλεινε τις τράπεζες, λέγοντας στη Δανάη “αγάπη μου, έκλεισα τις τράπεζες!”».

Η εικόνα μου και οι διαστρεβλώσεις που προσπαθούσαν να την καταστρέψουν δε θα είχαν καμία σημασία αν δεν αποτελούσαν τον δίαυλο της συντονισμένης προσπάθειας αμαύρωσης της καμπάνιας του ΟΧΙ και των γενναίων πολιτών που ανέλαβαν την ευθύνη να διασώσουν τη συλλογική μας αξιοπρέπεια στηρίζοντάς το. Η τρόικα και τα μέσα της έκαναν καλά το έργο του Μεφιστοφελούς τον οποίο υπηρετούν. Όμως η δική μας πλευρά; Η δική μας κυβέρνηση; Ήταν, όπως έγραψε ο ιστορικός και πολιτικός Άλαν Κλαρκ περιγράφοντας τους γενναίους στρατιώτες τους οποίους έστελναν ανίκανοι στρατηγοί σε βέβαιο θάνατο κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, «λιοντάρια που τα καθοδηγούσαν γάιδαροι». Και οι γάιδαροι δεν ανήκαν όλοι στον ίδιο στάβλο. Δε θα ξεχάσω βουλευτή του Σύριζα, υπέρμαχο του Grexit, να με προσεγγίζει έντονα δυσαρεστημένος μαζί μου. Η δυσαρέσκειά του δε με εξέπληξε, δεδομένου ότι είχε περάσει μήνες ασκώντας μου κριτική που δεν εισήγαγα capital controls από τον Φλεβάρη και δε μας έβγαζα από την ευρωζώνη. Αυτό που με εξέπληξε πραγματικά ήταν ο λόγος για τον οποίο ήταν έξαλλος μαζί μου εκείνο το πρωί: εξαιτίας των capital controls δεν μπορούσε, μου παραπονέθηκε, να καταβάλει τη δόση του στεγαστικού δανείου του σπιτιού του στο Λονδίνο. «Μα ήσουν υπέρ της δραχμής και των capital controls», αναφώνησα. «Αν είχα κάνει αυτό που με καλούσες να κάνω πριν από καιρό, πώς θα πλήρωνες το στεγαστικό σου δάνειο στο Λονδίνο; Με δραχμές;» Δεν ήταν αυτή η ηγεσία που άξιζε ο λαός μας. Ούτε των νεομνημονιακών του υπό διάσπαση Σύριζα ούτε και των δραχμιστών.

Παράλυση και ελπίδες

Πίσω στο Μαξίμου, όπου συνεχίζονταν καθημερινά οι συσκέψεις μας, πρότεινα όλοι οι υπουργοί να επισκεφτούν τις μεγάλες πόλεις και τα νησιά για να στηρίξουν την καμπάνια υπέρ του ΟΧΙ σε ανοικτές συγκεντρώσεις. Παρά τις διαβεβαιώσεις πως αυτό θα γινόταν, δεν έγινε ποτέ. Αντ’ αυτού, από τα γραφεία του Δραγασάκη και του Παππά διέρρεαν ψευδείς ιστορίες για μένα, ενώ ο Βασίλης Καφούρος μου παρουσίασε στοιχεία που έδειχναν ότι, μέσα από το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου μου, που εξακολουθούσε να τελεί υπό την προεδρία του Χουλιαράκη, εκπορεύονταν καμπάνιες που στή- ριζαν ανοιχτά το ΝΑΙ.

Η μεγάλη μου ανησυχία, όμως, ήταν άλλη: η απόφαση του Αλέξη, και του πολεμικού συμβουλίου, να ενστερνιστεί τη γραμμή Δραγασάκη «πάμε συναινετικά με Ντράγκι» δε μου επέτρεπε να απαντήσω στο ερώτημα, και να εξηγήσω στο εκλογικό σώμα, τι σήμαινε ακριβώς μια ψήφος υπέρ του ΟΧΙ. Το ότι δεν ήταν ΟΧΙ στο ευρώ και ΝΑΙ στο Grexit ήταν δεδομένο, και το επαναλαμβάναμε σε όλους τους τόνους, τόσο ο Αλέξης όσο κι εγώ. Ήταν, ουσιαστικά, ένα ΝΑΙ σε μια βιώσιμη Ελλάδα εντός μιας λογικής ευρωζώνης κι ένα ΟΧΙ στην ερημοποίηση της χώρας με αντάλλαγμα μια επισφαλή παραμονή στο ευρώ. Όμως αυτά τα ωραία λόγια, όσο σωστά και να ήταν, δεν αρκούσαν. Χρειαζόταν ακόμα η α- πάντηση στο καίριο ερώτημα:

Και τι θα κάνετε αν επικρατήσει το ΟΧΙ, αλλά τη Δευτέρα το πρωί ο Μάριο Ντράγκι και η Άνγκελα Μέρκελ σας αρνηθούν μια ανθρώπινη συμφωνία, όπως κάνουν πέντε μήνες τώρα;

Η απάντηση που καιγόμουν να δώσω, αλλά δεν μπορούσα όσο δεσμευόμουν από τον λεγόμενο «δημοκρατικό συγκεντρωτισμό» που επέβαλλε η συμμετοχή μου στην κυβέρνηση, ήταν ότι η νίκη του ΟΧΙ σήμαινε: κούρεμα των ομολόγων στα χέρια της ΕΚΤ και έναρξη του παράλληλου συστήματος πληρωμών σε ευρώ, το οποίο θα εξαγόραζε χρόνο και χώρο, για εμάς αλλά και για τους πιστωτές μας, ώστε να επιστρέψουμε από το χείλος του Grexit. Θα ήταν δύσκολα τα πράγματα, θα έλεγα στους πολίτες, αλλά μπορούσαμε έτσι να κρατηθούμε εντός της ευρω- ζώνης, με τη δική μας ρευστότητα, για τις μερικές εβδομάδες που θα χρειάζονταν για να κατανοήσουν η Μέρκελ και ο Ντράγκι ότι πραγμα- τικά «δε μασάνε οι Έλληνες». Τότε και μόνον τότε, θα κατέληγα, θα ξεκινούσε η σοβαρή διαπραγμάτευση με τη Μέρκελ, με τον Ντράγκι να την πιέζει να υποχωρήσει τουλάχιστον στο ζήτημα της αναδιάρθρωσης του χρέους. Όπως άλλωστε εξομολογήθηκε ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Βίτορ Κονστάνσιο μερικούς μήνες αργότερα, το φθινόπωρο του 2015, η ΕΚΤ δε θα έκανε ποτέ πράξη την απειλή του Grexit, καθώς το κόστος για την ευρωζώνη θα έφτανε το 1 τρισεκατομμύριο ευρώ.

Αμέσως μετά θα έπρεπε να απαντήσω στο επόμενο ερώτημα:

Αν, τελικά, η Μέρκελ δεν ενέπιπτε στον έμφυτο συντηρητισμό της, και στις προτροπές του Ντράγκι να αποσοβήσει το Grexit, και υπερίσχυε η στρατηγική επιλογή του Σόιμπλε για ένα Grexit το οποίο τον βοηθά να επιβάλει πειθαρχία στο Παρίσι, τι θα κάνετε τότε;

Όσο και να μην πίστευα ότι ο Σόιμπλε θα έπαιρνε τη Μέρκελ με το μέρος του υπέρ του Grexit, κανείς δεν μπορεί ποτέ να αποκλείσει την περίπτωση αυτοκαταστροφικών επιλογών μιας γερμανικής κυβέρνησης που νιώθει άτρωτη. Οπότε η απάντησή μου θα ήταν: Το παράλληλο σύστημα πληρωμών σε ευρώ το οποίο σχεδίαζα μπορούσε δυνητικά, εβδομάδες μετά τη λειτουργία του, και εφόσον διαπιστώναμε ότι η Μέρκελ έπεσε στα δίχτυα του Σόιμπλε, να μετατραπεί στη βάση ενός νέου νο- μίσματος. Εν συντομία, θα απαντούσα το εξής: Ο μόνος τρόπος να καταστήσουμε βιώσιμη την Ελλάδα εντός της ευρωζώνης ήταν να προτιμούμε το Grexit με το οποίο μας απειλούσαν από το 3ο μνημόνιο που προσπαθούσαν να μας επιβάλουν.

Αν μιλούσαμε έτσι ανοιχτά στους ψηφοφόρους, και τους εξηγούσαμε πλήρως τη στρατηγική μας, τα χαρτιά στα χέρια μας θα ενισχύονταν, καθώς ο Ντράγκι και η Μέρκελ θα λάμβαναν το μήνυμα ότι ήμασταν αποφασισμένοι. Όμως η απόφαση του πολεμικού συμβουλίου ήταν απαγορευτική και, ουσιαστικά, επιβεβαίωνε ακριβώς το αντίθετο: την παντελή έλλειψη αποφασιστικότητας. Υπό τις ζοφερές εκείνες συνθήκες, το καλύτερο που μπορούσα να κάνω ήταν να δηλώνω επίμονα στα «μέσα» ότι «ήμασταν αποφασισμένοι να αποτρέψουμε το Grexit, αλλά και να μην το φοβόμαστε τόσο ώστε να λυγίζουμε κάθε φορά που μας απειλούσαν με αυτό», και να αφήσω τους ψηφοφόρους να συμπερά- νουν τα υπόλοιπα μόνοι τους. Λόγω των πρωθυπουργικών επιλογών, δεν μπορούσα να είμαι όσο ευθύς και ειλικρινής ήθελα με έναν λαό που του έπρεπε η ευθύτητα και η ειλικρίνεια περισσότερο από οποιονδήπο- τε άλλον λαό έχω γνωρίσει.

Περιστασιακά λάμβανα μηνύματα από το εξωτερικό που τόνωναν κάπως το ηθικό μου. Τη μέρα που έκλεισαν οι τράπεζες πιστός Αμερικανός φίλος έστειλε δεύτερη επιστολή στη Λαγκάρντ, την οποία μου επισύναψε το γραφείο του. «Η άποψή μου είναι», έγραφε ο Μπέρνι Σάντερς, «ότι οι Έλληνες έχουν κάθε δικαίωμα να ψηφίσουν ΟΧΙ στο δημοψήφισμα. Απειλώντας την Ελλάδα με διωγμό από το ευρώ, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολλάντ και ο Ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι παίζουν επικίνδυνα [παιχνίδια] με τη σταθερότητα των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών συστημάτων, αλλά και με τον ίδιο τον ιστό της ευρωπαϊκής δημοκρατίας».

Την ίδια μέρα, σε συνάντηση στο Μαξίμου με θέμα τη δυσχερή θέση των συνταξιούχων μας (πολλοί εκ των οποίων ήταν δύσπιστοι απέναντι στα ΑΤΜ και τις χρεωστικές κάρτες και προτιμούσαν να επισκέπτονται τις, πλέον ημίκλειστες, τράπεζες για αναλήψεις των συντάξεών τους), ο Αλέξης με κοίταξε σχετικά χαρούμενος:

«Ο Γιουνκέρ τηλεφώνησε και είπε πως δέχεται τις προτάσεις σου για ανταλλαγή χρεών. Πέτυχες αυτό για το οποίο φωνάζεις συνέχεια εδώ και χρόνια. Κέρδισες την αναδιάρθρωση του χρέους. Όμως ζητά βαρύ αντίτιμο, να μας συντρίψουν στα κοινωνικά ζητήματα: ΦΠΑ, νησιά, φαρμακεία, εργασιακές σχέσεις, ιδιωτικοποιήσεις – θέλουν τα πάντα».

Μου έδειξε το ανεπίσημο έγγραφο του Γιουνκέρ: «Είναι αυτό βάση για μια εκ νέου διαπραγμάτευση;» με ρώτησε. Το διάβασα γρήγορα.

«Ναι, είναι», του απάντησα. «Ανοίγει το παράθυρο για μια βιώσιμη κατάσταση και, επιπλέον, βάζει στο χρονοντούλαπο το 2ο μνημόνιο. Το μόνο ερώτημα είναι, Αλέξη: Τι αξία έχει μια πρόταση του Γιουνκέρ, όταν το Βερολίνο καραδοκεί να εξευτελίσει και πάλι τον ίδιο και την Επιτροπή;»

Δεν έμαθα ποτέ πώς και γιατί η πρόταση Γιουνκέρ εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Την ακύρωσε άμεσα η Μέρκελ, βλέποντας ότι η πλευρά μας ετοιμαζόταν να παραδοθεί έτσι κι αλλιώς; Ή έμμεσα ο Δραγασάκης, ο Σαγιάς κι ο Χουλιαράκης, που είχαν προ πολλού καταθέσει τα όπλα για την αναδιάρθρωση του χρέους και απέφευγαν όπως ο διάβολος το λιβάνι να ενστερνιστούν οτιδήποτε θα θύμωνε την καγκελάριο; Δεν πρόκειται να το μάθω ποτέ.

ΑΥΡΙΟ Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ: Τετάρτη 1η Ιουλίου και Πέμπτη 2η Ιουλίου 2015

Αποσπάσματα από το βιβλίο “ΑΝΙΚΗΤΟΙ ΗΤΤΗΜΕΝΟΙ: Για μια Eλληνική Άνοιξη μετά από ατελείωτους μνημονιακούς χειμώνες”, Εκδόσεις Πατάκη, 2017